Ἡ νηστεία δὲν γνωρίζει τὶ εἶναι τὸ δάνειον· ἡ τράπεζα τοῦ νηστεύοντος δὲν μυρίζει τόκους· τὸν ὀρφανὸν υἱὸν τοῦ νηστευτοῦ δὲν πνίγουν οἱ τόκοι τῶν δανείων τοῦ πατρός του, περιτυλισσόμενοι ὡς ὄφεις περὶ τὸν λαιμόν του. Ἀλλὰ καὶ κατ’ ἄλλον τρόπον ἡ νηστεία γίνεται ἀφορμὴ δι’ εὐφροσύνην. Ὅπως δηλαδὴ ἡ δίψα κάμνει τὸ ποτὸν εὐχάριστον, οὕτω καὶ ἡ νηστεία, ὅταν προηγηθῇ, καθιστᾷ εὐχάριστον τὴν τράπεζαν καὶ ἡ νηστεία καθιστᾷ περισσότερον εὐχάριστον τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ φαγητοῦ. Ὅταν δηλαδὴ ἡ νηστεία τεθῇ εἰς τὸ μέσον καὶ διακόψῃ τὴν συνέχειαν τῆς ἀπολαύσεως, τότε θὰ αἰσθανθῇς μεγαλυτέραν τὴν εὐχαρίστησιν ἐκ τοῦ φαγητοῦ, ὡς ἐὰν ἔλειπε μακρὰν καὶ ἤδη ἐπέστρεψεν.
Ὥστε ἐὰν θέλῃς νὰ κάμῃς ἐπιθυμητὴν διὰ σὲ τὴν τράπεζάν σου, δέξου τὴν ἀλλαγὴν ποὺ δημιουργεῖ ἡ νηστεία. Σὺ ὅμως, ἐπειδὴ εἶσαι κυριευμένος ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ἀπολαύσεως, τὰ ἐλησμόνησες αὐτὰ καὶ οὕτω μειώνεις τὴν ἀπόλαυσιν καὶ ἐξαφανίζεις τὴν ἡδονὴν διὰ τῆς φιληδονίας. Τίποτε δὲν εἶναι τόσον ἐπιθυμητόν, ὥστε, ὅταν συνεχῶς τὸ ἀπολαμβάνωμεν, εἰς τὸ τέλος νὰ μὴ τὸ περιφρονήσωμεν. Ἐκεῖνα δὲ τῶν ὁποίων ἡ ἀπόκτησις εἶναι σπανία, αὐτῶν ἡ ἀπόλαυσις εἶναι ἰδιαιτέρως εὐχάριστος. Οὕτω καὶ ὁ Πλάστης ἡμῶν ἐσκέφθη, διὰ τῆς ἐναλλαγῆς εἰς τὸν βίον, νὰ διατηρῆται ἡ εὐχαρίστησις ἀπὸ ὅσα μᾶς ἐδώρησε. Δὲν βλέπεις ὅτι καὶ ὁ ἥλιος εἶναι περισσότερον εὐχάριστος μετὰ τὴν νύκτα καὶ ἡ ἀφύπνισις μετὰ τὸν ὕπνον καὶ ἡ ὑγεία περισσότερον ἐπιθυμητὴ μετὰ ἀσθένειαν; Καὶ ἡ τράπεζα λοιπὸν εἶναι περισσότερον εὐχάριστος μετὰ τὴν νηστείαν, ἐξ ἴσου καὶ διὰ τοὺς πλουσίους καὶ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δύνανται νὰ ἔχουν ἀφθονίαν φαγητῶν καὶ διὰ τοὺς ὀλιγαρκεῖς καὶ ἐκείνους τῶν ὁποίων ἡ διαίτα εἶναι λιτὴ καὶ πρόχειρος.
Φοβήθητε τὸ παράδειγμα τοῦ πλουσίου. Ἐκεῖνον παρέδωσεν εἰς τὸ πῦρ τῆς κολάσεως ἡ ἀπόλαυσις εἰς ὅλην τὴν ζωήν του (Λουκ. ιϛ’ 19-31). Ὁ πλούσιος κατηγορήθη ὄχι διότι διέπραξεν ἀδικίας, ἀλλὰ διότι ἔζη διαρκῶς μέσα εἰς τὴν τρυφὴν καὶ διὰ τοῦτο ἐψήνετο εἰς τὴν φλόγα τῆς καμίνου. Διὰ νὰ σβήσωμεν λοιπὸν ἐκεῖνο τὸ πῦρ, χρειάζεται νερόν. Καὶ ὄχι μόνον διὰ τὴν μέλλουσαν ζωὴν εἶναι ὠφέλιμος ἡ νηστεία, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ ὑλικὸν σῶμα μας εἶναι ὠφελιμωτέρα. Ἡ ὑπερβολικὴ δηλαδὴ σωματικὴ ὑγεία ἔχει μεταπτώσεις καὶ παλινδρομήσεις, ἐπειδὴ ἡ φύσις κάμπτεται καὶ ἀδυνατεῖ νὰ φέρῃ τὸ βάρος τῆς εὐεξίας.