Λόγος περὶ Νηστείας, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.

Ὅπως ἡ βαφὴ καθιστᾷ τὸν χάλυβα σκληρότερον καὶ ἀνθεκτικώτερον, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ἡ νηστεία, ἰσχυροποιήσασα τὸ σῶμα τοῦ Δανιήλ, τὸ κατέστησεν ἀκατανίκητον διὰ τοὺς λέοντας καὶ δὲν ἐτόλμησαν οὔτε κἂν νὰ ἀνοίξουν τὸ στόμα των ἐναντίον του (Δαν. ϛ’ 16-18). Ἡ νηστεία, ἔσβεσε τὴν δύναμιν, τοῦ πυρός, ἡ νηστεία ἔφραξε τὰ στόματα τῶν λεόντων (Ἑβρ. ια’ 33). Ἡ νηστεία ἀναβιβάζει τὴν προσευχὴν εἰς τὸν οὐρανόν, ὡς ἐὰν μεταβάλλεται εἰς πτέρυγας, αἱ ὁποῖαι τὴν μεταφέρουν πρὸς τὰ ἄνω. Ἡ νηστεία εἶναι αὔξησις τῶν οἴκων, μήτηρ τῆς ὑγείας, παιδαγωγὸς διὰ τοὺς νέους, στολισμὸς διὰ τοὺς μεγαλυτέρους τὴν ἡλικίαν, καλὸς σύντροφος διὰ τοὺς ὁδοιπόρους, ἀσφαλὴς συγκάτοικος διὰ τοὺς διαμένοντας μετ’ αὐτῆς. Ὁ ἀνὴρ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποπτεύσῃ ὅτι ἡ σύζυγός του μολύνει τὸν γάμον των, ὅταν βλέπῃ τὴν γυναῖκα του νὰ νηστεύῃ. Δὲν βασανίζεται ἀπὸ ζηλοτυπίαν ἡ γυνή, ἡ ὁποία βλέπει τὸν ἄνδρα της νηστεύοντα τακτικῶς.

Ποῖος ἠλάττωσε τὴν περιουσίαν του διὰ τῆς νηστείας; Μέτρησον σήμερον ὅσα εὑρίσκονται εἰς τὸν οἶκον σου καὶ μέτρησον αὐτὰ καὶ μετὰ ταῦτα. Τίποτε ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν δὲν θὰ λείψῃ ἐξ αἰτίας τῆς νηστείας. Κανὲν ἀπὸ τὰ ζῷα σου δὲν θὰ κλαύσῃ τὸν θάνατόν του, πουθενὰ αἷμα, οὐδεμία καταδικαστικὴ ἀπόφασις ἐκφερομένη ὑπὸ τῆς ἀχορτάστου κοιλίας κατὰ τῶν ζῴων. Ἐσταμάτησεν ἡ μάχαιρα τῶν μαγείρων· ἡ τράπεζα ἀρκεῖται εἰς τὰ ὀλίγα. Τὸ Σάββατον ἐδόθη εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «διὰ νὰ ἀναπαυθῇ τὸ ὑποζύγιόν σου καὶ ὁ ὑπηρέτης σου» (Ἐξ. κγ’ 12). Ἂς γίνῃ ἡ νηστεία αἰτία ἀναπαύσεως ἀπὸ τοὺς συνεχεῖς κόπους ἑνὸς ὁλοκλήρου ἔτους διὰ τοὺς ὑπηρέτας. Ξεκούρασε τὸν μάγειρόν σου, δῶσε ἄδειαν εἰς τὸν τραπεζοκόμον σου· σταμάτησε τὴν χεῖρα τοῦ οἰνοχόου σου νὰ μὴ χύνῃ οἶνον εἰς τὸ ποτήριόν σου· ἂς σταματήσῃ κάποτε καὶ αὐτὸς ὁ ὁποῖος κατασκευάζει τὰ διάφορα γλυκίσματα. Ἂς ἡσυχάσῃ κάποτε καὶ ὁ οἶκος σου ἀπὸ τοὺς διαφόρους θορύβους καὶ ἀπὸ τὸν καπνὸν καὶ ἀπὸ τὴν κνίσσαν καὶ ἀπὸ ὅσους τρέχουν διαρκῶς ἐπάνω-κάτω διὰ νὰ ὑπηρετήσουν τὴν κοιλίαν, ὡς ἐὰν πρόκειται διὰ καμμίαν ἀνικανοποίητον κυρίαν. Κάποτε καὶ οἱ εἰσπράκτορες τῶν φόρων ἐπιτρέπουν εἰς τοὺς φορολογουμένους νὰ ἀνακουφισθοῦν ὀλίγον. Ἂς δώσῃ καὶ ἡ κοιλία κάποιαν ἀνάπαυλαν εἰς τὸ στόμα, ἂς κάμῃ πρὸς χάριν μας πενθήμερον ἀνακωχήν, αὐτὴ ἡ ὁποία διαρκῶς ζητεῖ καὶ οὐδέποτε παύει, αὐτὴ ἡ ὁποία σήμερον λαμβάνει καὶ αὔριον λησμονεῖ τὶ ἔλαβεν. Ὅταν γεμίσῃ, φιλοσοφεῖ περὶ ἐγκρατείας· ὅταν ἀδειάσῃ, λησμονεῖ ὅσα ἐδίδασκεν, ὅταν ἦτο γεμάτη.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ναζιραῖος γράφει τὸ πρωτότυπον· ἐκάλουν δὲ ναζιραίους οἱ Ἰσραηλῖται τοὺς εἰς τὸν Θεὸν ἀφιερωμένους. Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἰς τὸ αʹ καὶ βʹ κεφάλαιον τῆς πρώτης τῶν Βασιλειῶν, ὅπου ὑπάρχει ἡ σχετικὴ περὶ τῆς Προφήτιδος Ἄννης περιγραφή, λέγει ὅτι ὅταν ἀπεγαλακτίσθη ὁ υἱός της Σαμουήλ, ὡδηγήθη εἰς Σηλὼμ καὶ παρεδόθη ὑπὸ τῆς μητρός του εἰς τὸν ἱερέα ᾽Ηλὶ (Αʹ Βασιλ. αʹ 24-28).