Ὅ,τι δήποτε δὲ διακρίνεται διὰ τὴν ἀρχαιότητά του, εἶναι σεβαστόν. Νὰ σεβασθῇς λοιπὸν τὴν λευκὴν κεφαλὴν τῆς νηστείας. Ἡ νηστεία ἔχει τὴν ἰδίαν ἡλικίαν μὲ τὴν ἀνθρωπότητα· ἡ νηστεία ἐνομοθετήθη εἰς τὸν Παράδεισον. Τὴν πρώτην ἐντολὴν νηστείας ἔλαβεν ὁ Ἀδάμ. Ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ δὲν θὰ φάγετε (Γεν. β’ 17). Αὐτὸ δὲ τό, δὲν θὰ φάγετε, εἶναι νομοθεσία νηστείας καὶ ἐγκρατείας.
Ἐὰν ἡ Εὔα δὲν ἔτρωγεν ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ ξύλου, δὲν θὰ εἴχομεν ἀνάγκην ἀπὸ τὴν παροῦσαν νηστείαν. Διότι δὲν ἔχουσιν ἀνάγκην ἰατροῦ οἱ ὑγιεῖς, ἀλλ’ οἱ κακῶς εἰς τὴν ὑγείαν ἔχοντες (Ματθ. θ’ 12, Μάρκ. β’ 17, Λουκ. ε’ 31). Ὑπέστημεν ὅμως πολλὰς κακώσεις διὰ τῆς ἁμαρτίας· ἂς θεραπευθῶμεν λοιπὸν διὰ τῆς μετανοίας· μετάνοια ὅμως χωρὶς νηστείαν κανὲν ἀποτέλεσμα δὲν φέρει. Ἡ γῆ θὰ εἶναι ἐπικατάρατος, ἀκάνθας καὶ τριβόλους θὰ φυτρώσῃ (Γεν. γ’ 17-18). Ἔλαβες ἐντολὴν νὰ ὑποβάλλεσαι εἰς περιορισμούς, ὄχι νὰ ἐπιδίδεσαι εἰς ὑλικὰς ἀπολαύσεις. Διὰ τῆς νηστείας δῶσε ἀπολογίαν εἰς τὸν Θεόν. Ἀλλὰ καὶ ἡ εἰς τὸν Παράδεισον συμπεριφορὰ εἶναι εἰκὼν τῆς νηστείας· ὄχι μόνον διότι ὁ ἄνθρωπος ζῶν μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους διὰ τῆς ὀλιγαρκείας κατώρθωνε νὰ ὁμοιωθῇ πρὸς αὐτούς, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἐπενόησεν ἡ ἐφευρετικότης τῶν ἀνθρώπων μετὰ ταῦτα, δὲν τὰ εἶχον ἐπινοήσει ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔζων εἰς τὸν Παράδεισον· οὔτε οἰνοποσίαι, οὔτε θυσίαι ζῴων οὔτε ὅσα ἄλλα θολώνουν τὸν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐπειδὴ δὲν ἐνηστεύσαμεν, ἐξεδιώχθημεν ἀπὸ τὸ Παράδεισον· ἂς νηστεύσωμεν λοιπόν, διὰ νὰ ἐπανέλθωμεν εἰς αὐτόν. Δὲν βλέπεις τὸν πτωχὸν Λάζαρον τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι διὰ τῆς νηστείας εἰσῆλθεν εἰς τὸν Παράδεισον; (Λουκ. ιϛ’ 20-31). Μὴ μιμηθῇς τὴν παρακοὴν τῆς Εὔας, μὴ δεχθῇς πάλιν ὡς σύμβουλον τὸν ὄφιν (Γεν. γ’ 1-6), ὁ ὁποῖος ἐξ ἐνδιαφέροντος δῆθεν διὰ τὸ σῶμα ὑποδεικνύει τὴν βρῶσιν. Μὴ προβάλλῃς ὡς δικαιολογίαν σωματικὴν ἀσθένειαν. Τὰς τοιαύτας προφάσεις δὲν τὰς λέγεις εἰς ἐμέ, ἀλλ’ εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος γνωρίζει ἐπακριβῶς τὴν ἀλήθειαν. Νὰ νηστεύῃς δὲν ἠμπορεῖς (εἰπέ μου), ἠμπορεῖς ὅμως νὰ χορταίνεσαι μέχρι κόρου καθ’ ὅλην σου τὴν ζωὴν καὶ νὰ κατακουράζῃς τὸ σῶμα σου μὲ τὸ βάρος τῶν φαγητῶν τὰ ὁποῖα τρώγεις. Ἐγὼ ὅμως γνωρίζω ὅτι οἱ ἰατροὶ παραγγέλλουν διὰ τοὺς ἀσθενεῖς νηστείαν καὶ ἀσιτίαν καὶ ὄχι ποικιλίαν φαγητῶν.