Πρόσεξε μήπως περιφρονῶν τώρα τὸ ὕδωρ, ὕστερον ἐπιθυμήσῃς μίαν σταγόνα ἐξ αὐτοῦ, ὅπως καὶ ὁ πλούσιος. Οὐδεὶς περιῆλθεν εἰς κραιπάλην ἀπὸ τὸ ὕδωρ. Οὐδενὸς ἀνθρώπου ἡ κεφαλὴ ἐπόνεσέ ποτε, διότι τὴν ἐζάλισε τὸ ὕδωρ. Κανεὶς δὲν ἐχρειάσθη ξένους πόδας, ὅταν ὡς ποτὸν ἐχρησιμοποίει τὸ ὕδωρ. Κανενὸς δὲν ἐδέθησαν οἱ πόδες, οὔτε ἠχρηστεύθησαν αἱ χεῖρες ὅταν ἐποτίζοντο μόνον μὲ ὕδωρ.
Ἡ δυσπεψία, ἡ ὁποία κατ’ ἀνάγκην συνοδεύει τὴν πολυφαγίαν καὶ τὴν πολυποσίαν, αὐτὴ δημιουργεῖ τὰς σοβαρὰς ἀσθενείας τοῦ σώματος. Τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου τοῦ νηστεύοντος εἶναι σεμνόν, ὄχι ἀναιδῶς ἐρυθρόν, ἀλλὰ στολισμένον μὲ μίαν ὠχρότητα, ἡ ὁποία μαρτυρεῖ σωφροσύνην. Ὀφθαλμοὶ ἤρεμοι, βάδισμα ἥσυχον, πρόσωπον σοβαρόν, τὸ ὁποῖον δὲν προσβάλλει ἀκόλαστος γέλως, συμμετρία εἰς τοὺς λόγους, καθαρότης καρδίας. Ἐνθυμήσου ὅσους ἔγιναν Ἅγιοι ἀπὸ τῆς παλαιοτέρας ἐποχῆς, πρὸς τοὺς ὁποίους δὲν δύναται νὰ συγκριθῇ ὁ κόσμος ὁλόκληρος, οἱ ὁποῖοι περιεφέροντο ἐδῶ καὶ ἐκεῖ φοροῦντες δέρματα αἰγῶν, στερούμενοι καὶ θλιβόμενοι καὶ κακοπαθοῦντες (Ἑβρ. ια’ 37-38)· ἐκείνων νὰ μιμηθῇς τὸν τρόπον τῆς ζωῆς, ἐὰν θέλῃς νὰ λάβῃς καὶ τὴν μερίδα ἐκείνων.
Ποῖος ἀνέπαυσε τὸν Λάζαρον τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ; (Λουκ. ιϛ’ 20-22). Δὲν τον ἀνέπαυσεν ἡ νηστεία; Ὁ δὲ βίος τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἦτο μία συνεχὴς νηστεία. Οὔτε κλίνην εἶχεν, οὔτε τράπεζαν, οὔτε γῆν καλλιεργήσιμον, οὔτε βοῦν διὰ νὰ τὴν ὀργώσῃ, οὔτε σῖτον, οὔτε μυλωνᾶν, οὔτε τίποτε ἀπὸ ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα διὰ τὴν παροῦσαν ζωήν. Διὰ τοῦτο καὶ μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστὴν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων δὲν παρουσιάσθη. Ἡ νηστεία μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀνεβίβασε τὸν Παῦλον εἰς τὸν τρίτον οὐρανὸν (Β’ Κορ. ιβ’ 2-4), τὴν ὁποίαν ἀνέφερεν ὅταν ἀπηρίθμει τοὺς λόγους διὰ τοὺς ὁποίους ἐκαυχᾶτο εἰς τὰς θλίψεις του (Β’ Κορ. ϛ’ 5, ια’ 27). Ἀλλὰ τὸ κεφάλαιον αὐτῶν, τὰ ὁποῖα εἶπον ἕως τώρα, ἀποτελεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς νηστείας ἐπροφύλαξε τὴν σάρκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρεσε πρὸς χάριν μας, καὶ δι’ αὐτῆς ἀπέκρουσε τὰς ἐναντίον του προσβολὰς τοῦ διαβόλου, διδάσκων κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἡμᾶς νὰ ἀσκοῦμεν καὶ νὰ ἐκγυμνάζωμεν διὰ τῆς νηστείας τοὺς ἑαυτούς μας, ὅταν ἔχωμεν νὰ ἀντιμετωπίσωμεν πειρασμούς· διὰ τῆς στερήσεως δὲ ἔδωσεν ὁ Κύριος τρόπον τινὰ λαβὴν εἰς τὸν διάβολον διὰ τὴν πάλην.