Λόγος περὶ Νηστείας, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.

Ποῖον ἦτο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐξηυτέλισε τὸν Ἠσαῦ καὶ τὸν ἔκαμε δοῦλον τοῦ ἀδελφοῦ του; Δὲν ἦτο μία μερὶς φαγητοῦ, διὰ τὴν ὁποίαν τοῦ παρεχώρησε τὰ πρωτοτόκια; (Γεν. κε’ 31-34). Τὸν δὲ Σαμουὴλ δὲν τὸν ἐχάρισεν εἰς τὴν μητέρα του ἡ προσευχὴ μετὰ τῆς νηστείας; (Α’ Βασ. α’ 7-11). Ποῖον πρᾶγμα ἔκαμεν ἀκατανίκητον τὸν μέγαν ἀριστέα, τὸν Σαμψών; Ὄχι ἡ νηστεία, κατόπιν τῆς ὁποίας συνελήφθη εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του; Ἡ νηστεία τὸν ἐκυοφόρησεν· ἡ νηστεία τὸν ἐγαλούχησεν· ἡ νηστεία τὸν ἔκαμεν ἄνδρα, τὴν νηστείαν δὲ ταύτην διέταξεν ὁ Ἄγγελος εἰς τὴν μητέρα του. Ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὴν ἄμπελον νὰ μὴ φάγῃ καὶ οἶνον ἢ ἄλλα ποτὰ νὰ μὴ πίῃ (Κριτ. ιγ’ 3-4).

Ἡ νηστεία γεννᾷ Προφήτας. Τοὺς ἰσχυροὺς τοὺς καθιστᾷ ἰσχυροτέρους. Ἡ νηστεία καθιστᾷ τοὺς νομοθέτας σοφούς, εἶναι ἀγαθὸν φυλακτήριον τῆς ψυχῆς, εἶναι συγκάτοικος ἀσφαλής, ἀποτελεῖ ὅπλον διὰ τοὺς ἀγωνιζομένους, εἶναι ἄσκησις διὰ τοὺς ἀθλητάς. Αὕτη ἀποκρούει τοὺς πειρασμούς, αὕτη παρακινεῖ πρὸς εὐσέβειαν, αὕτη εἶναι συγκάτοικος τῆς διαρκοῦς πνευματικῆς προσοχῆς, ἡ νηστεία δημιουργεῖ σωφροσύνην. Εἰς τοὺς πολέμους ἀνδραγαθεῖ, ἐν εἰρήνῃ διδάσκει τὴν ἡσυχίαν. Τὸν ἀφωσιωμένον εἰς τὸν Θεὸν [1] ἁγιάζει, τὸν ἱερέα τὸν καθιστᾷ τελειότερον. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν ἄνευ νηστείας νὰ τολμήσῃ νὰ ἱερουργήσῃ ὄχι μόνον εἰς τὴν σημερινὴν μυστικὴν καὶ ἀληθινὴν λατρείαν, ἀλλ’ οὔτε κατὰ τὴν τυπικὴν λατρείαν τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ἡ νηστεία ἔκαμε τὸν Ἠλίαν θεατὴν τοῦ μεγάλου ἐκείνου ὁράματος, ποὺ ἀναφέρει ἡ Γραφή. Ἀφοῦ δηλαδὴ ἐκαθάρισε τὴν ψυχήν του μὲ τὴν νηστείαν τεσσαράκοντα ἡμερῶν, τότε ἠξιώθη νὰ ἴδῃ εἰς τὸ σπήλαιον Χωρὴβ τὸν Κύριον, ὅσον εἶναι δυνατὸν εἰς τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἴδουν τὸν Θεόν (Γ’ Βασ. ιθ’ 8-15). Ἀφοῦ ἐνήστευσεν, ἀνέστησε τὸν υἱὸν τῆς χήρας (αὐτ. ιζ’ 20-28), γενόμενος διὰ τῆς νηστείας ἰσχυρότερος καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον. Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἠλία, μετὰ μακρὰν νηστείαν, ἐξῆλθεν ἡ φωνή, ἡ ὁποία ἀπέκλεισε τὸν οὐρανόν, πρὸς τιμωρίαν τοῦ παρανομοῦντος λαοῦ, ἐπὶ τρία ἔτη καὶ μῆνας ἓξ (αὐτ. 1). Διότι διὰ νὰ μαλακώσῃ τὴν καρδίαν τῶν σκληροτραχήλων ἐκείνων, ἐπροτίμησε νὰ καταδικάσῃ καὶ τὸν ἑαυτόν του μαζὶ μὲ ἐκείνους εἰς τὴν κακοπάθειαν. Διὰ τοῦτο, ζῇ Κύριος, εἶπεν, ἐὰν θὰ πέσῃ ὕδωρ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐὰν δὲν τὸ εἴπω ἐγώ (αὐτόθι). Καὶ διὰ τοῦ λιμοῦ, ὁ ὁποῖος ἠκολούθησε τὴν ἀνομβρίαν, ἐπέβαλε τὴν νηστείαν εἰς τὸν λαόν, ὥστε νὰ ἐπανορθώσῃ τὴν ἐκ τῶν ὑλικῶν ἀπολαύσεων καὶ τοῦ ἀσώτου βίου πολλαπλασιασθεῖσαν κακίαν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ναζιραῖος γράφει τὸ πρωτότυπον· ἐκάλουν δὲ ναζιραίους οἱ Ἰσραηλῖται τοὺς εἰς τὸν Θεὸν ἀφιερωμένους. Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἰς τὸ αʹ καὶ βʹ κεφάλαιον τῆς πρώτης τῶν Βασιλειῶν, ὅπου ὑπάρχει ἡ σχετικὴ περὶ τῆς Προφήτιδος Ἄννης περιγραφή, λέγει ὅτι ὅταν ἀπεγαλακτίσθη ὁ υἱός της Σαμουήλ, ὡδηγήθη εἰς Σηλὼμ καὶ παρεδόθη ὑπὸ τῆς μητρός του εἰς τὸν ἱερέα ᾽Ηλὶ (Αʹ Βασιλ. αʹ 24-28).