Λόγος περὶ Νηστείας, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.

Μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἔγινε γνωστὸς ὁ οἶνος· μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἐφηρμόσθη τὸ φάγετε τὰ πάντα, ὡς ἐὰν εἶναι λάχανα (Γεν. θ’ 3). Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀπηλπίσθησαν διὰ τὴν πνευματικὴν τελείωσίν των, τότε ἐπέτρεψαν εἰς ἑαυτοὺς πᾶσαν ἀπόλαυσιν. Ἀπόδειξις δὲ τοῦ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐγνώριζον τὸν οἶνον εἶναι ὁ Νῶε, ὁ ὁποῖος ἠγνόει τὴν χρῆσιν τοῦ οἴνου. Διότι ὁ οἶνος δὲν εἶχεν εἰσέλθει ἀκόμη εἰς τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων, οὔτε τὸν εἶχον συνηθίσει οἱ ἄνθρωποι. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Νῶε οὔτε ἄλλον εἶχεν ἴδει νὰ χρησιμοποιῇ οἶνον οὔτε καὶ ὁ ἴδιος τὸν εἶχε δοκιμάσει, δι’ αὐτὸ ἔπαθεν τὴν ἐξ αὐτοῦ προερχομένην βλάβην χωρὶς νὰ φυλαχθῇ. Διότι ἐφύτευσεν ὁ Νῶε ἀμπελῶνα καὶ ἔπιεν ἀπὸ τὸν καρπόν του καὶ ἐμέθυσεν (Γεν. θ’ 20-21). Ὄχι διότι ἦτο μέθυσος, ἀλλὰ διότι δὲν ἐγνώριζεν ὅτι ἔπρεπε νὰ πίῃ τὸν οἶνον μὲ μέτρον. Τόσον πολὺ μεταγενέστερον τοῦ Παραδείσου εἶναι τὸ εὕρημα τῆς οἰνοποσίας, ἐνῷ τόσον ἀρχαία εἶναι ἡ σεμνὴ νηστεία.

Ἀλλὰ καὶ διὰ τὸν Μωϋσῆν γνωρίζομεν, ὅτι μετὰ μακρὰν νηστείαν ἐτόλμησε νὰ πλησιάσῃ καὶ νὰ ἀνέλθῃ εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ. Οὔτε θὰ ἐτόλμα νὰ ἀνέλθῃ εἱς τὴν καπνιζομένην κορυφήν, οὔτε θὰ εἶχε τὸ θάρρος νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν πυκνὴν ὁμίχλην, ἡ ὁποία τὴν ἐσκέπαζεν (Ἐξ. κδ’ 18), ἐὰν δὲν εἶχεν ὁπλισθῆ μὲ τὴν νηστείαν. Διὰ τῆς νηστείας ἔλαβε τὰς δέκα ἐντολάς, αἱ ὁποῖαι διὰ τοῦ δακτύλου τοῦ Θεοῦ ἐγράφησαν εἰς τὰς πλάκας (Ἐξ. λα’ 18). Καὶ ἐπάνω μὲν εἰς τὸ ὄρος ἡ νηστεία ἐγένετο πρόξενος παραδόσεως τῆς νομοθεσίας τοῦ Θεοῦ (Ἐξ. λδ’ 28), κάτω δὲ ἀπὸ τὸ ὄρος ἡ λαιμαργία παρέσυρε τὸν λαὸν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν. Ἐκάθησε δηλαδὴ ὁ λαὸς νὰ φάγῃ καὶ νὰ πίῃ καὶ κατόπιν ἐσηκώθησαν ὅλοι διὰ νὰ παίξουν. Τὴν παραμονὴν εἰς τὸ ὄρος ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τὴν ἱκεσίαν τοῦ πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ κατέστησεν ἄχρηστον μιᾶς ἡμέρας μόνον κραιπάλη. Τὰς πλάκας δηλαδὴ τῶν ἐντολῶν τὰς ὁποίας παρέλαβεν ἡ νηστεία γεγραμμένας μὲ τὸν δάκτυλον τοῦ Θεοῦ, τὰς συνέτριψεν ἡ μέθη. Διότι ὁ Προφήτης ἔκρινεν ὅτι λαός, ὁ ὁποῖος παρεδίδετο εἰς τὴν μέθην, δὲν ἦτο ἄξιος νὰ λαμβάνῃ νομοθεσίαν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ (Ἐξ. λβ’ 19). Εἰς μίαν καὶ μόνον στιγμήν, ὁ λαὸς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε τὸν Θεὸν ἀπὸ τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα εἶχε πραγματοποιήσει εἰς αὐτόν, ἐκυλίσθη καὶ πάλιν εἰς τὴν εἰδωλομανίαν τῶν Αἰγυπτίων. Τοποθέτησε λοιπὸν καὶ τὰ δύο, τὸ ἓν ἀπέναντι τοῦ ἄλλου, καὶ βλέπε πῶς ἡ νηστεία μᾶς φέρει πλησίον τοῦ Θεοῦ, καὶ πῶς ἡ ἀπόλαυσις καταστρέφει τὴν σωτηρίαν. Ἀλλ’ ἄν θέλῃς, συνέχισε τὴν ὁδόν σου καὶ προχώρησον χαμηλότερα.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ναζιραῖος γράφει τὸ πρωτότυπον· ἐκάλουν δὲ ναζιραίους οἱ Ἰσραηλῖται τοὺς εἰς τὸν Θεὸν ἀφιερωμένους. Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἰς τὸ αʹ καὶ βʹ κεφάλαιον τῆς πρώτης τῶν Βασιλειῶν, ὅπου ὑπάρχει ἡ σχετικὴ περὶ τῆς Προφήτιδος Ἄννης περιγραφή, λέγει ὅτι ὅταν ἀπεγαλακτίσθη ὁ υἱός της Σαμουήλ, ὡδηγήθη εἰς Σηλὼμ καὶ παρεδόθη ὑπὸ τῆς μητρός του εἰς τὸν ἱερέα ᾽Ηλὶ (Αʹ Βασιλ. αʹ 24-28).