Καὶ ὁ βίος, τοῦ Ἐλισσαίου ὁποῖος ὑπῆρξε; Κατὰ ποῖον τρόπον ἐφιλοξενήθη ὑπὸ τῆς Σουναμίτιδος; Καὶ πῶς ἐπεριποιεῖτο αὐτὸς τοὺς Προφήτας τοὺς ὁποίους ἐφιλοξενοῦσε; Δὲν περιώριζε τὴν φιλοξενίαν του εἰς ἄγρια λάχανα καὶ ὀλίγον ἄλευρον; Ὅταν δὲ ἐξ ἀγνοίας ἐτέθη μέσα εἰς τὸν λέβητα καὶ ἡ δηλητηριασμένη ἀγριοκολοκύνθη, καὶ ἐκινδύνευον νὰ ἀποθάνουν ἐκ τοῦ δηλητηρίου οἱ τρώγοντες, ἐξουδετερώθη τὸ δηλητήριον διὰ τῆς εὐλογίας τοῦ νηστευτοῦ (Δ’ Βασ. δ’ 38-44). Μὲ μίαν λέξιν, ἐὰν ἐξετάσῃς τὸ πρᾶγμα, θὰ εὕρῃς ὅτι ἡ νηστεία ἐχρησίμευσεν ὡς ὁδηγὸς εἰς ὅλους τοὺς Ἁγίους, ὥστε νὰ πολιτευθοῦν σύμφωνα μὲ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχει κάποιο φυσικὸν σῶμα, τὸ ὁποῖον καλεῖται ἀμίαντος, τὸ ὁποῖον δὲν καίεται ἐὰν τεθῇ εἰς τὸ πῦρ καὶ τὸ ὁποῖον, ὅταν εὑρίσκεται εἰς τὴν φωτιάν, δίδει τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ἀπηνθρακώθη, ὅταν δὲ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τὸ πῦρ, ὡς ἐὰν ἐκαθαρίσθη δι’ ὕδατος, φαίνεται λαμπρότερον. Παρόμοια ἐδείχθησαν καὶ τὰ σώματα τῶν Τριῶν ἐκείνων Παίδων, διότι εἶχον τὸ ἀμόλυντον. Εὑρισκόμενοι δηλαδὴ μέσα εἰς τὴν μεγάλην φλόγα τῆς καμίνου, ὡς ἐὰν ἦσαν κατεσκευασμένοι ἐκ χρυσοῦ καὶ ὄχι ἐκ σαρκὸς καὶ ὀστῶν, τόσον λαμπρότεροι ἐφαίνοντο κατόπιν τῆς πυρακτώσεώς των εἰς τὴν κάμινον (Δαν. γ’ 24-27). Βεβαίως ἀπεδείχθησαν ἀνώτεροι τοῦ χρυσοῦ, διότι τὸ πῦρ δὲν τοὺς ἀπηνθράκωσεν, ἀλλὰ τοὺς ἐφύλαξεν ἀκεραίους. Καὶ τοῦτο μολονότι τίποτε δὲν θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἀνθέξῃ τὴν φλόγα ἐκείνην, τὴν ὁποίαν ἐτροφοδότουν διὰ νάφθης καὶ πίσσης καὶ κληματίδων, ὥστε νὰ ἐξαπλοῦται αὕτη εἰς τεσσαράκοντα ἐννέα πήχεις γύρωθεν, καὶ κατατρώγουσα ὅσα ἔφθανε νὰ κατακαύσῃ καὶ πολλοὺς ἐκ τῶν Χαλδαίων. Εἰς ἐκείνην λοιπὸν τὴν πυρκαϊὰν εἰσελθόντες οἱ Τρεῖς Παῖδες, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχον νηστεύσει, κατεπάτουν αὐτὴν καὶ ἀνέπνεον τὰς φλόγας της ὡς ἐλαφρὰν καὶ δροσιστικὴν αὔραν. Οὔτε τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς των δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐγγίσῃ τὸ πῦρ, ἐπειδὴ καὶ αὐταὶ εἶχον τραφῆ διὰ τῆς νηστείας.
Ὁ δὲ Δανιήλ, ὁ ἀνὴρ τῶν ἐπιθυμιῶν, ὁ ὁποῖος ἐπὶ τρεῖς ἑβδομάδας δὲν ἔφαγεν ἄρτον οὔτε ἔπιεν ὕδωρ, ἔμαθε καὶ τοὺς λέοντας να νηστεύουν, ὅταν ἐρρίφθη εἰς τὸν λάκκον. Ὡς ἐὰν δηλαδὴ τὸ σῶμα του νὰ ἦτο κατεσκευασμένον ἐκ λίθου ἢ χαλκοῦ ἢ ἁπὸ κάποιο ἄλλο στερεώτερον ὑλικόν, οἱ λέοντες δὲν ἠδύναντο νὰ ἐμπήξουν εἰς αὐτὸ τοὺς ὀδόντας των.