Ἐὰν ὑπερβῇς τὰ ὅρια, αὔριον θὰ ἔλθῃς μὲ πονοκέφαλον, θὰ χασμᾶσαι, θὰ ἔχῃς ἰλίγγους, θὰ ἀποπνέῃς τὴν ὀσμὴν ξινισμένου οἴνου, θὰ νομίζῃς ὅτι ὅλα γύρω σου γυρίζουν, ὅλα τρέμουν. Διότι ἡ μέθη προκαλεῖ μὲν ὕπνον, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀδελφὸς τοῦ θανάτου, ἀλλὰ καὶ ἐγρήγορσιν ἡ ὁποία ὁμοιάζει μὲ ὄνειρον.
Ἆρα γε γνωρίζεις ποῖος εἶναι αὐτὸς τὸν ὁποῖον πρόκειται νὰ ὑποδεχθῇς; Εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ὑπεσχέθη πρὸς ἡμᾶς ὅτι Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ θὰ ἔλθωμεν καὶ θὰ κατοικήσωμεν ἐντὸς αὐτοῦ (Ἰωάν. ιδ’ 23). Διατὶ λοιπὸν σπεύδεις καὶ διὰ τῆς μέθης ἀποκλείεις τὴν εἴσοδον εἰς τὸν Κύριον; Διατί παρακινεῖς τὸν ἐχθρόν σου νὰ σπεύσῃ νὰ καταλάβῃ τὰ ὀχυρώματά σου; Ἡ μέθη δὲν ὑποδέχεται τὸν Κύριον· ἡ μέθη ἀποδιώκει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὅπως ὁ καπνὸς ἀποδιώκει τὰς μελίσσας, οὕτω τὰ πνευματικὰ χαρίσματα ἀποδιώκει ἡ κραιπάλη. Ἡ νηστεία εἶναι ἡ σεμνότης τῆς πόλεως, ἡ ἡσυχία τῆς ἀγορᾶς, ἡ εἰρήνη τῶν οἰκογενειῶν, ἡ διαφύλαξις τῶν ὑπαρχόντων μας.
Θέλεις νὰ ἴδῃς τὴν σεμνότητα τῆς νηστείας; Κάμε μου τὴν χάριν νὰ συγκρίνῃς τὴν σημερινὴν ἑσπέραν μὲ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν καὶ θὰ ἴδῃς ὅτι ἡ πόλις ἤλλαξεν ἀπὸ τὴν ἀναταραχὴν καὶ τὸν θόρυβον εἰς τὴν μεγάλην ἡσυχίαν. Εὔχομαι δὲ καὶ ἡ σημερινὴ ἡμέρα νὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὴν αὐριανὴν κατὰ τὴν σεμνότητα, καὶ ἡ αὐριανὴ ἡμέρα οὐδόλως νὰ ὑπολείπεται τῆς σημερινῆς ὡς πρὸς τὴν φαιδρότητα. Ὁ δὲ Κύριος, ὅστις μᾶς ὡδήγησε μέχρι τῆς ἡμέρας ταύτης εἴθε νὰ χαρίσῃ εἰς ἡμᾶς, αὐτὸ τὸ ὁποῖον γίνεται καὶ μὲ τοὺς ἀγωνιστάς. Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἰς τοὺς προκαταρκτικοὺς τούτους ἀγῶνας ἐδείξαμεν ἀντοχὴν καὶ καρτερίαν, νὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ φθάσωμεν καὶ εἰς τὴν ἐπίσημον ἡμέραν τῆς ἀπονομῆς τῶν στεφάνων, ἐδῶ μὲν εἰς τὰς ἡμέρας τῆς ἀναμνήσεως τοῦ σωτηρίου Πάθους τοῦ Κυρίου, εἰς δὲ τὸν μέλλοντα αἰῶνα εἰς τὴν ἀνταπόδοσιν τῶν ὅσων ἐπράξαμεν εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, κατὰ τὴν δικαίαν κρίσιν τοῦ Χριστοῦ, ὅτι Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.