Λόγος περὶ Νηστείας, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.

Δὲν φοβεῖσαι τὸ παράδειγμά των; Δὲν φρίττεις διὰ τὴν λαιμαργίαν, μήπως γίνῃ αἰτία νὰ στερηθῇς τῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἐλπίζεις νὰ ἀπολαύσῃς εἰς τοὺς οὐρανούς; Ἀλλὰ καὶ ὁ Προφήτης Δανιὴλ δὲν θὰ ἔβλεπε τὰς ὀπτασίας τὰς ὁποίας εἶδεν, ἐὰν διὰ τῆς νηστείας δὲν ἔκαμνε καθαρωτέραν τὴν ψυχήν του (Δαν. α’ 8-20). Ἀπὸ τὴν πλουσίαν τροφὴν δηλαδὴ ἀναδίδονται ἀναθυμιάσεις τινὲς ὁμοιάζουσαι μὲ πυκνὸν σύννεφον, αἱ ὁποῖαι διακόπτουν τὰς ἐλλάμψεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἱ ὁποῖαι γίνονται εἰς τὸν νοῦν. Ἐὰν δὲ ὑπάρχῃ καὶ κάποιο εἶδος τροφῆς διὰ τοὺς Ἀγγέλους, ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι ἄρτος, ὡς λέγει ὁ Προφήτης· «Ἄρτον Ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος» (Ψαλμ. οζ’ 25). Οὔτε κρέατα, οὔτε οἶνον, οὔτε ὅσα φροντίζουν νὰ ἔχουν οἱ ὑποδουλωμένοι εἰς τὴν κοιλίαν.

Ἡ νηστεία εἶναι ὅπλον ἐναντίον τῆς στρατιᾶς τῶν δαιμόνων. Διότι τὸ εἶδος αὐτὸ δὲν ἐξέρχεται εἰμὴ μὲ προσευχὴν καὶ νηστείαν (Ματθ. ιζ’ 21, Μάρκ. θ’ 29). Καὶ τὰ μὲν καλά, τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ τὴν νηστείαν εἶναι τόσον πολλά, ἐνῷ ὁ κόρος γίνεται αἰτία διαφόρων ἀκολασιῶν. Διότι τὴν ὑλικὴν ἀπόλαυσιν καὶ τὴν μέθην καὶ τὰ παντὸς εἴδους καρυκεύματα καὶ τὰ ἄλλα ἀκολουθεῖ ἀμέσως καὶ κάθε εἶδος ἀκολασίας, ἀπὸ ἐκείνας αἱ ὁποῖαι μόνον εἰς τὰ ζῷα ἁρμόζουν. Ἄλλοτε οἱ ἄνθρωποι μεταβάλλονται εἰς θηλυμανεῖς ἵππους, ἀπὸ τὴν διέγερσιν ποὺ γεννᾷ εἰς τὴν ψυχὴν ἡ μανία τῆς ὑλικῆς ἀπολαύσεως. Εἰς τοὺς μεθυσμένους παρατηροῦνται αἱ ἐναλλαγαὶ τοῦ φύλου, ἤτοι ἡ ἀναζήτησις τοῦ ἄρρενος εἰς τὸ θῆλυ καὶ τοῦ θήλεος εἰς τὸ ἄρρεν. Ἡ νηστεία, ὅμως καὶ αὐτὰ τὰ ἔργα τὰ συνδεδεμένα μὲ τὸν γάμον ἐκτελεῖ μὲ μέτρον καὶ περιορίζουσα τὴν ὑπερβολὴν τῶν ἐκ τοῦ νόμου ἐπιτρεπομένων, δημιουργεῖ ἕνα λογικὸν περιορισμόν, ὥστε νὰ παραμένωσιν ἐν τῇ προσευχῇ.

Μὴ περιορίζῃς ὅμως τὸ ἐκ τῆς νηστείας προερχόμενον καλὸν εἰς μόνην τὴν ἀποχὴν ἀπὸ τῆς πλουσίας τροφῆς. Διότι ἀληθινὴ νηστεία εἶναι ἡ ἀποξένωσις ἀπὸ κάθε κακόν. Παῦσε πᾶσαν ἀφορμὴν ἀδικίας ἐγκατάλειψε τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν προξενεῖς λύπην εἰς τὸν πλησίον σου, διάγραψε ὅ,τι σοῦ ὀφείλει (Ἡσ. νη’ 6). Μὴ νηστεύετε καὶ συγχρόνως εὑρίσκεσθε εἰς διαμάχας καὶ προστριβάς. Κρέας δὲν τρώγεις, κατατρώγεις ὅμως τὸν ἀδελφόν σου. Οἶνον δὲν πίνεις, ἀλλὰ δὲν συγκρατεῖς τὴν γλῶσσαν σου νὰ μὴ ὑβρίζῃ. Περιμένεις νὰ νυκτώσῃ διὰ νὰ βάλῃς εἰς τὸ στόμα σου τροφήν, ἀλλ’ ὅλην τὴν ἡμέραν σου τὴν περνᾷς εἰς τὰ δικαστήρια.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ναζιραῖος γράφει τὸ πρωτότυπον· ἐκάλουν δὲ ναζιραίους οἱ Ἰσραηλῖται τοὺς εἰς τὸν Θεὸν ἀφιερωμένους. Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἰς τὸ αʹ καὶ βʹ κεφάλαιον τῆς πρώτης τῶν Βασιλειῶν, ὅπου ὑπάρχει ἡ σχετικὴ περὶ τῆς Προφήτιδος Ἄννης περιγραφή, λέγει ὅτι ὅταν ἀπεγαλακτίσθη ὁ υἱός της Σαμουήλ, ὡδηγήθη εἰς Σηλὼμ καὶ παρεδόθη ὑπὸ τῆς μητρός του εἰς τὸν ἱερέα ᾽Ηλὶ (Αʹ Βασιλ. αʹ 24-28).