Λόγος περὶ Νηστείας, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.

Ὅσα νομοθετοῦνται διὰ τὰ μέλη τοῦ σώματος, νὰ θεωρῇς ὅτι νομοθετοῦνται διὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, διὰ τὴν ψυχήν. Νὰ χρίσῃς τὴν κεφαλήν σου μὲ τὸ ἅγιον χρῖσμα, διὰ νὰ γίνῃς μέτοχος τοῦ Χριστοῦ, καὶ οὕτω νὰ προσέλθῃς εἰς τὴν νηστείαν. Μὴ ἀλλοιώνῃς τὸ πρόσωπόν σου, ὅπως κάμνουν οἱ ὑποκριταί. Ἀλλοιώνεται τὸ πρόσωπον, ὅταν ἡ ἐσωτερικὴ διάθεσις ἐπισκοτίζεται μὲ τὴν ἐξωτερικὴν ἐπίπλαστον ἐμφάνισιν, ὡς ἐὰν ἡ διάθεσις αὐτὴ νὰ καλύπτεται ὑπὸ τοῦ ψεύδους διά τινος παραπετάσματος.

Ὑποκριτὴς εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ὑποδύεται εἰς τὸ θέατρον ἄλλο πρόσωπον, καὶ ἐνῷ εἶναι δοῦλος πολλὰς φορὰς ὑποδύεται τὸ πρόσωπον τοῦ ἄρχοντος, ἢ ἐνῷ εἶναι ἕνας κοινὸς θνητός, ὑποδύεται τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως. Οὕτω καὶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, πολλοὶ παριστάνουν θέατρον, ὡς ἐὰν εὑρίσκωνται ἐπὶ τῆς σκηνῆς τοῦ θεάτρου, ἄλλα μὲν ἔχοντες εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας των καὶ ἄλλα παρουσιάζοντες ἐπιφανειακῶς εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Μὴ ἀλλοιώνῃς λοιπὸν τὸ πρόσωπόν σου. Ὁποῖος εἶσαι, τοιοῦτος νὰ φαίνεσαι. Μὴ μεταβάλλῃς τὴν ἐμφάνισίν σου, ὥστε νὰ φαίνεσαι σκυθρωπός, ἐπιδιώκων τὴν καλὴν φήμην, τὴν ὁποίαν θὰ ἀποκτήσῃς, ὅταν δίδῃς τὴν ἐντύπωσιν ὅτι εἶσαι ἐγκρατὴς καὶ νηστεύεις. Διότι ἀπὸ τὴν εὐεργεσίαν, ἡ ὁποία διατυμπανίζεται δὲν προέρχεται κανὲν ὄφελος, οὔτε ἀπὸ τὴν νηστείαν, ἡ ὁποία διακηρύσσεται, ὑπάρχει κανὲν κέρδος. Ὅσα δηλαδὴ γίνονται μὲ σκοπὸν τὴν ἐπίδειξιν δὲν ἁπλώνουν τοὺς καρπούς των μέχρι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἀλλὰ τελειώνουν εἰς τὸν ἐκ τῶν ἀνθρώπων προερχόμενον ἔπαινον. Σπεῦσον λοιπὸν μὲ φαιδρότητα πρὸς τὰ δῶρα τῆς νηστείας. Ἡ νηστεία εἶναι ἀρχαῖον δῶρον, τὸ ὁποῖον οὔτε παλαιώνει οὔτε γηράσκει, τὸ ὁποῖον διαρκῶς ἀνανεώνεται καὶ ἀνθεῖ διαρκῶς ἀκμάζον.

Νομίζεις μήπως ὅτι τοποθετῶ τὴν ἀρχαιότητα τῆς νηστείας εἰς τὴν ἐποχὴν τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου; Ἡ νηστεία εἶναι ἀρχαιοτέρα καὶ ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον. Ἐὰν ἔχῃς ὀλίγην ὑπομονήν, θὰ πεισθῇς ὅτι ὁ λόγος μου οὗτος εἶναι ἀληθής. Μὴ νομίσῃς ὅτι ἀρχὴ τῆς νηστείας ὑπῆρξεν ἡ ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ, ἡ ὁποία εἶχεν ὁρισθῆ διὰ τὸν Ἰσραὴλ κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, κατὰ τὴν δεκάτην ἡμέραν τοῦ μηνός (Λευιτ. κγ’ 27). Ἐμπρὸς λοιπόν, προχωρῶν διὰ τῆς ἱστορίας, ἐρεύνησον διὰ νὰ ἀνεύρῃς τὴν ἀρχαιότητα αὐτῆς. Ἡ καθιέρωσις τῆς νηστείας δὲν εἶναι ἐφεύρημα νεωτέρων χρόνων· τὸ κειμήλιον αὐτὸ εἶναι κληρονομία τῶν Πατέρων μας.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ναζιραῖος γράφει τὸ πρωτότυπον· ἐκάλουν δὲ ναζιραίους οἱ Ἰσραηλῖται τοὺς εἰς τὸν Θεὸν ἀφιερωμένους. Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἰς τὸ αʹ καὶ βʹ κεφάλαιον τῆς πρώτης τῶν Βασιλειῶν, ὅπου ὑπάρχει ἡ σχετικὴ περὶ τῆς Προφήτιδος Ἄννης περιγραφή, λέγει ὅτι ὅταν ἀπεγαλακτίσθη ὁ υἱός της Σαμουήλ, ὡδηγήθη εἰς Σηλὼμ καὶ παρεδόθη ὑπὸ τῆς μητρός του εἰς τὸν ἱερέα ᾽Ηλὶ (Αʹ Βασιλ. αʹ 24-28).