ἀλλὰ ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας μας καὶ μὴ ζυγίσῃς ταύτας μὲ τὸν ζυγὸν τῆς δικαιοσύνης σου, ἀλλὰ κατὰ τὴν φιλανθρωπίαν σου· ἐλάττωσον τὸ φορτίον τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ ρίψον εἰς τὸν ζυγὸν ἀντιστάθμισμα τούτων τὸ ἔλεός σου· καὶ παράβλεψον ἑκουσίως τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας· καὶ μὴ ἐξετάσῃς μὲ αὐστηρότητα τὸ πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μας καὶ σῶσον ἡμᾶς ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου, διὰ τοῦ ὁποίου ἐσώθησαν ὅλοι οἱ σωθέντες· διότι καὶ τὸν Μωϋσῆν ἀκόμη ἐὰν ἀναφέρω, καὶ αὐτὸς δὲν ἦτο ἀναμάρτητος καὶ ἄμεμπτος. Διὰ τοῦτο ζητῶ νὰ σωθῶ ἀναλόγως πρὸς τὴν πίστιν μου· κατὰ τὴν πίστιν μου καὶ ὄχι κατὰ τὰ ἔργα μου· διὰ νὰ εἴπῃς καὶ πρὸς ἐμὲ Σὺ ὁ φιλάνθρωπος· «ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε, πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. ζ’ 50).
Εἰς οὐδένα ἐξ ὅσων συνεχώρησας, Δέσποτα, δὲν εἶπες, τὰ καλὰ ἔργα σου σὲ ἔσωσαν, πορεύου εἰς εἰρήνην· διότι πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν ἐνώπιόν σου ἀξίζει ὅσον ἓν ἀκάθαρτον ράκος ἀποκαθημένης (Ἡσ. ξδ’ 6) [2]· διὰ τοῦτο καὶ πάλιν λέγω «σῶσον με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου»· καὶ τὸ ἔλεός σου «εἴθε νὰ μὲ καταδιώκῃ καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου» (Ψαλμ. κβ’ 6), εἴθε νὰ καταδιώκῃ τὸ ἔλεός σου ἐμέ, ὁ ὁποῖος κακῶς ἀπεμακρύνθην ἀπὸ Σοῦ, ἐμὲ τὸν δραπέτην· ἐμέ, ὁ ὁποῖος διαρκῶς τρέχω πρὸς τὴν ἁμαρτίαν· εἴθε τὸ ἔλεός σου νὰ μὲ καταδιώξῃ καὶ νὰ μὲ ἐμποδίσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ νὰ μὲ σφίγξῃ, ὅπως σφίγγουν τοὺς ἵππους μὲ τοὺς χαλινούς (Ψαλμ. λα’ 9), ἐμὲ ὁ ὁποῖος δὲν πλησιάζω πρὸς Σέ· διότι Σὺ εἶσαι ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος· διὰ τοῦτο δεῖξον τὸ θαῦμα τοῦ ἐλέους σου εἰς ἐμέ, Σὺ ὁ ὁποῖος σῴζεις τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ Σέ. Σὺ ὁ ὁποῖος παρέχεις εἰς ἡμᾶς περισσότερον ἔλεος ἀπὸ ὅσον σοῦ ζητοῦμεν.
Ἐνεφανίσθη ἐνώπιόν σου, Κύριε, κάποτε ὁ χρεοφειλέτης τῶν μυρίων ταλάντων, ὁ ὁποῖος μόνον παράτασιν τῆς προθεσμίας σοῦ ἐζήτησε διὰ τὴν ἐξόφλησιν τοῦ χρέους του, καὶ Σύ, ὡς φιλάνθρωπος, θὰ τοῦ ἐχάριζες ἐξ ὁλοκλήρου καὶ τὰ μύρια τάλαντα, ἐὰν μετὰ ταῦτα δὲν ἐμνησικάκει ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του (Ματθ. ιη’ 23-35). Ἐπέστρεψε κάποτε πρὸς Σὲ ὁ Ἄσωτος, παρακαλῶν νὰ γίνῃ ὡς εἷς ἐκ τῶν ὑπηρετῶν σου· Σὺ δὲ τὸν ἔκαμες υἱὸν καὶ κληρονόμον σου· ὁ λῃστὴς σοῦ ἐζήτησε μόνον νὰ τὸν ἐνθυμηθῇς ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου, Σὺ δὲ ἀμέσως τοῦ ἐδώρισας ὁλόκληρον τὸν Παράδεισον· ἦλθε πρὸς Σὲ ἡ πόρνη, κλαίουσα μόνον, καὶ χωρὶς νὰ σοῦ ζητήσῃ τίποτε, ἔλαβε πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἤλπισε καὶ ἐζήτησεν.