Καὶ ὅταν μὲν ἀκούωμεν ταῦτα, πιστεύομεν ὅτι εἶναι ἀληθῆ· ὅμως καλὸν εἶναι νὰ προλάβωμεν τὴν ὥραν τοῦ θανάτου μας καὶ νὰ προετοιμασθῶμεν διὰ τῆς μετανοίας· διότι πόσοι, εἰπέ μου, ἁρπάζονται ἐξαφνικὰ ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν χωρὶς νὰ προφθάσουν οὔτε νὰ λαλήσουν οὔτε νὰ δακρύσουν οὔτε διαθήκην νὰ κάμουν; Καὶ ποῖος δὲ σὲ διαβεβαιώνει ὅτι κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην θὰ εὕρῃς τὰ ἀναγκαῖα δάκρυα διὰ νὰ προσφέρης εἰς τὸν Θεόν, ὅσα προσέφερε καὶ ὁ λῃστὴς ἐκεῖνος; Διὰ τοῦτο ἂς μὴ περιμένωμεν, οὔτε νὰ λογαριάζωμεν, ὅτι κατὰ τὴν προσέγγισιν τοῦ θανάτου θὰ ἐξομολογηθῶμεν εἰς τὸν Θεόν, ἀλλὰ μᾶλλον ἂς προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει [7] (Ψαλμ. ϟδ’ 2). Βεβαίως δὲν ἔγραψα ταῦτα διὰ νὰ ἀποχαυνώσω τὰς ψυχάς σας, ἀλλὰ διὰ νὰ τὰς παρακινήσω εἰς ἐξομολόγησιν, ὄχι διὰ νὰ σᾶς κάμω ἀμελεστέρους, ἀλλὰ προθυμοτέρους. Ὥστε ἀφοῦ ἀγωνισθῶμεν καλῶς εἰς τὸ στάδιον τῶν νηστειῶν καὶ γίνωμεν ἄξιοι τῆς στεφάνων τῆς νίκης καὶ τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἀξιωθῶμεν καὶ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, Χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ’ οὗ τῷ Πατρὶ δόξα, ἅμα τῷ Ἁγίῳ καὶ ζωοποιῷ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.