Φθάσας λοιπὸν εἰς τὰ ὄρη, ὅπου εὑρίσκετο τὸ καταφύγιον τῶν λῃστῶν, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς σκοποὺς χωρὶς νὰ προβάλῃ καμμίαν ἀντίρρησιν, χωρὶς νὰ στενοχωρῆται, μόνον διαρκῶς ἔλεγεν, ὅτι δι’ αὐτὸ ἦλθα, ὁδηγήσατέ με πρὸς τὸν ἀρχηγόν σας. Ἐκεῖνος δὲ ἐστέκετο ὡπλισμένος καὶ μόλις ἀντίκρυσε τὸν Ἰωάννην νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος του, ἐντραπείς, ἤρχισε νὰ φεύγῃ τρέχων. Ὁ δὲ Ἰωάννης, ὡς νὰ ἐλησμόνησε τὸ γῆρας του, κατεδίωκε μὲ ὁρμὴν τὸν νέον, λέγων πρὸς αὐτόν· «Διατί ἀποφεύγεις, τέκνον μου, τὸν πατέρα σου; Διατί μὲ βασανίζεις; Λυπήσου με τὸν ξένον, τὸν γυμνόν, τὸν γέροντα, τὸν ἀδύνατον, τὸν πτωχόν· στάσου, μὴ φοβεῖσαι ἔχεις ἐλπίδας σωτηρίας· ἐγὼ νὰ δώσω ἀπολογίαν διὰ λογαριασμόν σου· ἐγὼ νὰ θυσιάσω τὴν ζωήν μου διὰ σέ, ὅπως ὁ Κύριος πρὸς χάριν ἡμῶν· μὴ φοβεῖσαι, τέκνον μου· ἐγὼ ὑπὲρ σοῦ ὑπομένω θάνατον· εἰς βάρος μου τὸ αἷμα, τὸ ὁποῖον ἔχυσες· εἰς ἐμὲ τὸ φορτίον τῶν ἁμαρτιῶν σου, εἰς τὸν ἰδικόν μου λαιμόν».
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐσταμάτησεν ὁ νέος· ἐπέταξε τὰ ὅπλα του καὶ τρέμων καὶ κλαίων σφοδρῶς ἐπλησίασε τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν ἠσπάζετο μὲ λυγμοὺς καὶ δάκρυα, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ ὁμιλήσῃ, ἵνα δικαιολογηθῇ καὶ μόνον τὴν δεξιάν του χεῖρα, καταιματωμένην, ἐδείκνυεν εἰς τὸν Ἰωάννην. Ὁ δὲ Ἰωάννης κατεφίλει τὴν δεξιὰν χεῖρα τοῦ λῃστοῦ, ὡς καθαρισθεῖσαν ἤδη διὰ τῶν δακρύων του, καὶ δὲν ἐσταμάτησε μέχρις ὅτου παρέλαβε μαζί του τὸν νέον καὶ τὸν ἐπανέφερε πάλιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, δώσαντα παράδειγμα εἰλικρινοῦς μετανοίας καὶ παράδειγμα ἀναστάσεως ἀντιληπτῆς διὰ τῶν ὀφθαλμῶν [4]. Καὶ ὅτι εἶναι ἀξιοπίστευτος ἡ ἱστορία αὐτὴ μαρτυρεῖ μὲν ὁ λῃστής, ὁ ὁποῖος μὲ τὸν λόγον τῆς πίστεως ἐσώθη ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν, τὸ βεβαιώνουν δὲ καὶ πλεῖστοι ἁμαρτωλοί, οἱ ὁποῖοι ἐσώθησαν διὰ τῆς μετανοίας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ σωθεὶς εἰς τὴν ἰδικήν μας ἐποχὴν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Μαυρικίου.
Κατὰ τὴν ἐποχὴν δηλαδὴ ἐκείνην ὑπῆρχεν εἰς τὰ μέρη τῆς Θράκης ἀρχιλῃστής τις τόσον σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος, ὥστε κανεὶς δὲν ἐτόλμα νὰ περάσῃ ἀπὸ τὰ μέρη εἰς τὰ ὁποῖα ἔδρα αὐτός. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν λῃστὴν αὐτὸν ἐπεχείρησαν νὰ συλλάβουν μὲ διάφορα τεχνάσματα πολλοὶ στρατιῶται καὶ λῃστοδιῶκται καὶ δὲν κατώρθωσαν, ἀκούσας περὶ αὐτοῦ ὁ εὐσεβέστατος βασιλεὺς Μαυρίκιος, ἀπέστειλεν εἰς τὸν ἀρχιλῃστὴν διά τινος νέου τὰ ἰδικά του φυλακτά.