Λόγος εἰς τὴν παρείσβασιν τῶν νηστειῶν καὶ εἰς τὸν Ϛ’ Ψαλμόν, τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀναστασίου ἡγουμένου τοῦ ὄρους Σινᾶ.

Φθάσας λοιπὸν εἰς τὰ ὄρη, ὅπου εὑρίσκετο τὸ καταφύγιον τῶν λῃστῶν, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς σκοποὺς χωρὶς νὰ προβάλῃ καμμίαν ἀντίρρησιν, χωρὶς νὰ στενοχωρῆται, μόνον διαρκῶς ἔλεγεν, ὅτι δι’ αὐτὸ ἦλθα, ὁδηγήσατέ με πρὸς τὸν ἀρχηγόν σας. Ἐκεῖνος δὲ ἐστέκετο ὡπλισμένος καὶ μόλις ἀντίκρυσε τὸν Ἰωάννην νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος του, ἐντραπείς, ἤρχισε νὰ φεύγῃ τρέχων. Ὁ δὲ Ἰωάννης, ὡς νὰ ἐλησμόνησε τὸ γῆρας του, κατεδίωκε μὲ ὁρμὴν τὸν νέον, λέγων πρὸς αὐτόν· «Διατί ἀποφεύγεις, τέκνον μου, τὸν πατέρα σου; Διατί μὲ βασανίζεις; Λυπήσου με τὸν ξένον, τὸν γυμνόν, τὸν γέροντα, τὸν ἀδύνατον, τὸν πτωχόν· στάσου, μὴ φοβεῖσαι ἔχεις ἐλπίδας σωτηρίας· ἐγὼ νὰ δώσω ἀπολογίαν διὰ λογαριασμόν σου· ἐγὼ νὰ θυσιάσω τὴν ζωήν μου διὰ σέ, ὅπως ὁ Κύριος πρὸς χάριν ἡμῶν· μὴ φοβεῖσαι, τέκνον μου· ἐγὼ ὑπὲρ σοῦ ὑπομένω θάνατον· εἰς βάρος μου τὸ αἷμα, τὸ ὁποῖον ἔχυσες· εἰς ἐμὲ τὸ φορτίον τῶν ἁμαρτιῶν σου, εἰς τὸν ἰδικόν μου λαιμόν».

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐσταμάτησεν ὁ νέος· ἐπέταξε τὰ ὅπλα του καὶ τρέμων καὶ κλαίων σφοδρῶς ἐπλησίασε τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν ἠσπάζετο μὲ λυγμοὺς καὶ δάκρυα, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ ὁμιλήσῃ, ἵνα δικαιολογηθῇ καὶ μόνον τὴν δεξιάν του χεῖρα, καταιματωμένην, ἐδείκνυεν εἰς τὸν Ἰωάννην. Ὁ δὲ Ἰωάννης κατεφίλει τὴν δεξιὰν χεῖρα τοῦ λῃστοῦ, ὡς καθαρισθεῖσαν ἤδη διὰ τῶν δακρύων του, καὶ δὲν ἐσταμάτησε μέχρις ὅτου παρέλαβε μαζί του τὸν νέον καὶ τὸν ἐπανέφερε πάλιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, δώσαντα παράδειγμα εἰλικρινοῦς μετανοίας καὶ παράδειγμα ἀναστάσεως ἀντιληπτῆς διὰ τῶν ὀφθαλμῶν [4]. Καὶ ὅτι εἶναι ἀξιοπίστευτος ἡ ἱστορία αὐτὴ μαρτυρεῖ μὲν ὁ λῃστής, ὁ ὁποῖος μὲ τὸν λόγον τῆς πίστεως ἐσώθη ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν, τὸ βεβαιώνουν δὲ καὶ πλεῖστοι ἁμαρτωλοί, οἱ ὁποῖοι ἐσώθησαν διὰ τῆς μετανοίας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ σωθεὶς εἰς τὴν ἰδικήν μας ἐποχὴν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Μαυρικίου.

Κατὰ τὴν ἐποχὴν δηλαδὴ ἐκείνην ὑπῆρχεν εἰς τὰ μέρη τῆς Θράκης ἀρχιλῃστής τις τόσον σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος, ὥστε κανεὶς δὲν ἐτόλμα νὰ περάσῃ ἀπὸ τὰ μέρη εἰς τὰ ὁποῖα ἔδρα αὐτός. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν λῃστὴν αὐτὸν ἐπεχείρησαν νὰ συλλάβουν μὲ διάφορα τεχνάσματα πολλοὶ στρατιῶται καὶ λῃστοδιῶκται καὶ δὲν κατώρθωσαν, ἀκούσας περὶ αὐτοῦ ὁ εὐσεβέστατος βασιλεὺς Μαυρίκιος, ἀπέστειλεν εἰς τὸν ἀρχιλῃστὴν διά τινος νέου τὰ ἰδικά του φυλακτά.


Ὑποσημειώσεις

[1] Λογοθέτης· γραμματεὺς τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς, ὁ ὁποῖος ἀνεγίνωσκε τὰς ἀποφάσεις τῶν αὐτοκρατόρων κ.λ.π.

[2] «Ράκος ἀποκαθημένης» χαρακτηρίζει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, ἐν τῷ ἀνωτέρω μνημονευομένῳ χωρίῳ, πᾶσαν ἡμῶν τὴν δικαιοσύνην. Ἅπασαι δηλαδὴ αἱ ἀρεταὶ ἡμῶν τόσον πολὺ ἀκάθαρτοι εἶναι, ὅσον τὸ ράκος τῆς ἀποκαθημένης. Ἀποκαθημένην δὲ ὀνομάζει ἡ Ἁγία Γραφὴ τὴν ἐμμηνορροοῦσαν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν καὶ χαρακτηρίζει ἀκάθαρτον (Λευϊτ. ιεʹ 19-33, κʹ 18). Τὸ δὲ ράκος τῆς ἀποκαθημένης οὐχὶ μόνον βρωμερὸν καὶ ἄχρηστον τυγχάνει αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ νομικῶς εἶναι ἀκάθαρτον καὶ ὅστις ἐγγίσῃ αὐτὸ θεωρεῖται καὶ αὐτὸς ἀκάθαρτος (ἔνθ’ ἀνωτέρω ιεʹ 20).

[3] Τὴν προσευχὴν ταύτην τοῦ Μανασσῆ ὡς λίαν κατανυκτικὴν καὶ προτρεπτικὴν εἰς μετάνοιαν συμπεριέλαβον οἱ Πατέρες εἰς τὰς εὐχὰς τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου ἐν τῷ Ὡρολογίῳ, ἔνθα καὶ βλέπε αὐτήν.

[4] Βλέπε σχετικὴν ὑποσημείωσιν περὶ τούτου καὶ ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἰς τὴν κϛʹ (26ῃ) Σεπτεμβρίου, ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[5] Τὸ νοσοκομεῖον τοῦτο ᾠκοδόμησεν ὁ μέγας Ἰουστινιανὸς μετὰ τὴν θεραπείαν του ἀπὸ τὸν Ὅσιον Σαμψὼν τὸν Ξενοδόχον, διὸ καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου (βλέπε ἐν τόμῳ Ϛʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ κζʹ (27ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰουνίου).

[6] Ἐκσπηλευτής· ἡ λέξις δὲν ἀπαντᾷ εἰς τὰ λεξικά. Ἡ σημασία αὐτῆς εἶναι προφανής. Πλησιάζουν, λέγει, ἐκεῖνοι, οἵτινες θὰ μὲ ἀφαρπάσουν, θὰ μὲ ἐκσπάσουν βιαίως ἀπὸ τοῦ σπηλαίου μου (μεταφορικῶς ἀπὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ μου σώματος).

[7] Προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· ἂς παρουσιασθῶμεν, δηλαδή, ὅσον τὸ δυνατὸν συντομώτερον ἐνώπιόν Του, διὰ νὰ τὸν ὑμνήσωμεν. Ἂς σπεύσωμεν νὰ τὸν δοξολογήσωμεν αἰφνιδιάζοντες αὐτὸν διὰ τῆς ταχυτάτης προθυμίας μας.