Λόγος εἰς τὴν παρείσβασιν τῶν νηστειῶν καὶ εἰς τὸν Ϛ’ Ψαλμόν, τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀναστασίου ἡγουμένου τοῦ ὄρους Σινᾶ.

Ἔκλαυσε κάποτε ὁ Πέτρος, ζητῶν τὴν συγχώρησιν τῆς ἀρνήσεώς του, Σὺ δὲ τὸν ἔκαμες κλειδοῦχον τῆς Ἐκκλησίας σου καὶ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Διότι αὐτὴν τὴν συνήθειαν ἔχεις, Κύριε· εἰς τοὺς τελείως ἀπηλπισμένους, εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμμίαν ἐλπίδα σωτηρίας, εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν κατακρημνισθῆ εἰς τὸν πυθμένα τοῦ ᾍδου λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν των, εἰς αὐτοὺς νὰ δεικνύῃς τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας Σου. Διὰ τοῦτο καὶ πάλιν λέγω καὶ δὲν θὰ παύσω νὰ τὸ λέγω· «σῶσον με, Κύριε, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου, ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ θανάτῳ ὁ μνημονεύων σου· ἐν δὲ τῷ ᾍδῃ τίς ἐξομολογήσεταί σοι;» (Ψαλμ. ϛ’ 6).

Διὰ τοῦτο σπεύδω, διὰ τοῦτο τρέμω· διὰ τοῦτο κατέχομαι ἀπὸ ἀγωνίαν· ἐπειδὴ ἀκριβῶς γνωρίζω, ὅτι ὅταν φθάσῃ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μου, εἰς τὸν ᾍδην δὲν θὰ δυνηθῶ πλέον νὰ ἐξομολογηθῶ ἐνώπιόν Σου· διότι ἐν τῷ ᾍδῃ δὲν ὑπάρχει μετάνοια, δὲν ὑπάρχει συγχώρησις μετὰ τὸν θάνατον, δὲν εἶναι δυνατὸν μέσα εἰς τὸν τάφον νὰ λάβῃ κανεὶς ἄνεσιν. Ἡ ζωή μας εἶναι μία πανήγυρις· καὶ ὅταν διαλυθῆ ἡ πανήγυρις, κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ πλέον νὰ πραγματοποιήσῃ ἐμπορικὰς πράξεις· ὅταν περάσῃ ὁ καιρὸς τῶν ἀγώνων, οὐδεὶς πλέον ἀγωνίζεται οὔτε καὶ στεφανώνεται· ὅταν φθάσῃ ἡ νύξ, οὔτε ἀγορὰ οὔτε κέρδος ὑπάρχει.

Ἄκουσον τὶ λέγει ἡ Γραφὴ διὰ κάθε ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἐτελείωσε τὴν ζωήν του· «θάνατος ἀνδρὶ ἀνάπαυσις, συνέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς κατ’ αὐτοῦ» (Ἰώβ γ’ 23). Ὁ θάνατος δηλαδὴ εἶναι ἀνάπαυσις διὰ τὸν ἄνθρωπον, διότι ὁ Θεὸς μετὰ τὸν θάνατον ἔθεσε τέρμα εἰς τοὺς ἐπιγείους πόνους του. Περιέφραξε, ὅπως λέγει τὸ Ἑβραϊκὸν κείμενον, τὴν ὁδὸν αὐτοῦ διὰ νὰ μὴ δύναται νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῆς καταστάσεως αὐτῆς. Ὅπου λοιπὸν ὑπάρχει ἀποκλεισμὸς Θεοῦ, ποία δυνατότης μετανοίας ὑπάρχει πλέον; Ὁ παρὼν βίος εἶναι ἡ ζωὴ τῶν κόπων, ἐκείνη εἶναι ἡ ζωὴ τῶν βραβείων. Ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι ἡ ζωή, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκδηλοῦται ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ἀληθοῦς δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ· διὰ τοῦτο «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ θανάτῳ ὁ μνημονεύων σου· ἐν δὲ τῷ ᾍδη τὶς ἐξομολογήσεταί σοι;» (ἔνθ. ἀνωτ.) Ποῖος; Οὐδείς. Διὰ τοῦτο εἶναι εὐτυχὴς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐπρόφθασε νὰ ἑτοιμασθῇ μὲ ἐπαρκῆ ἐφόδια, διὰ νὰ μὴ καταλάβῃ καὶ ἡμᾶς ἡ νυκτερινὴ καὶ σκοτεινὴ ἐκείνη δυστυχία, ἡ ὁποία κατέλαβε τὰς μωρὰς παρθένους ἐκ τῆς ἐλλείψεως ἐλαίου.


Ὑποσημειώσεις

[1] Λογοθέτης· γραμματεὺς τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς, ὁ ὁποῖος ἀνεγίνωσκε τὰς ἀποφάσεις τῶν αὐτοκρατόρων κ.λ.π.

[2] «Ράκος ἀποκαθημένης» χαρακτηρίζει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, ἐν τῷ ἀνωτέρω μνημονευομένῳ χωρίῳ, πᾶσαν ἡμῶν τὴν δικαιοσύνην. Ἅπασαι δηλαδὴ αἱ ἀρεταὶ ἡμῶν τόσον πολὺ ἀκάθαρτοι εἶναι, ὅσον τὸ ράκος τῆς ἀποκαθημένης. Ἀποκαθημένην δὲ ὀνομάζει ἡ Ἁγία Γραφὴ τὴν ἐμμηνορροοῦσαν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν καὶ χαρακτηρίζει ἀκάθαρτον (Λευϊτ. ιεʹ 19-33, κʹ 18). Τὸ δὲ ράκος τῆς ἀποκαθημένης οὐχὶ μόνον βρωμερὸν καὶ ἄχρηστον τυγχάνει αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ νομικῶς εἶναι ἀκάθαρτον καὶ ὅστις ἐγγίσῃ αὐτὸ θεωρεῖται καὶ αὐτὸς ἀκάθαρτος (ἔνθ’ ἀνωτέρω ιεʹ 20).

[3] Τὴν προσευχὴν ταύτην τοῦ Μανασσῆ ὡς λίαν κατανυκτικὴν καὶ προτρεπτικὴν εἰς μετάνοιαν συμπεριέλαβον οἱ Πατέρες εἰς τὰς εὐχὰς τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου ἐν τῷ Ὡρολογίῳ, ἔνθα καὶ βλέπε αὐτήν.

[4] Βλέπε σχετικὴν ὑποσημείωσιν περὶ τούτου καὶ ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἰς τὴν κϛʹ (26ῃ) Σεπτεμβρίου, ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[5] Τὸ νοσοκομεῖον τοῦτο ᾠκοδόμησεν ὁ μέγας Ἰουστινιανὸς μετὰ τὴν θεραπείαν του ἀπὸ τὸν Ὅσιον Σαμψὼν τὸν Ξενοδόχον, διὸ καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου (βλέπε ἐν τόμῳ Ϛʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ κζʹ (27ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰουνίου).

[6] Ἐκσπηλευτής· ἡ λέξις δὲν ἀπαντᾷ εἰς τὰ λεξικά. Ἡ σημασία αὐτῆς εἶναι προφανής. Πλησιάζουν, λέγει, ἐκεῖνοι, οἵτινες θὰ μὲ ἀφαρπάσουν, θὰ μὲ ἐκσπάσουν βιαίως ἀπὸ τοῦ σπηλαίου μου (μεταφορικῶς ἀπὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ μου σώματος).

[7] Προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· ἂς παρουσιασθῶμεν, δηλαδή, ὅσον τὸ δυνατὸν συντομώτερον ἐνώπιόν Του, διὰ νὰ τὸν ὑμνήσωμεν. Ἂς σπεύσωμεν νὰ τὸν δοξολογήσωμεν αἰφνιδιάζοντες αὐτὸν διὰ τῆς ταχυτάτης προθυμίας μας.