Λόγος εἰς τὴν παρείσβασιν τῶν νηστειῶν καὶ εἰς τὸν Ϛ’ Ψαλμόν, τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀναστασίου ἡγουμένου τοῦ ὄρους Σινᾶ.

Βλέπω ὅτι ἐξακολουθῶ νὰ μένω ἀδιόρθωτος καὶ καθημερινῶς νὰ προχωρῶ εἰς τὰ χειρότερα καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη μεγάλως· βλέπω τὸν κλέπτην πλέον νὰ πλησιάζῃ καὶ νὰ βιάζεται νὰ μὲ ἁρπάσῃ ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη ὑπερβολικά· βλέπω τὸ τέλος τῆς ζωῆς μου δύσκολον, μακρὰν δὲ καὶ τὴν ἔξοδόν μου πρὸς τὴν ἄλλην ζωήν, ἐνῷ ἐγὼ δὲν ἔχω τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια διὰ τὴν ἔξοδον αὐτήν, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη ὑπερβολικά!

Βλέπω τὸν δανειστήν μου ὅτι μὲ ἐπλησίασε καὶ μὲ συνέλαβεν· βλέπω ὅτι ἡ προθεσμία ἐτελείωσε καὶ ὁ δανειστής μου μὲ εὑρίσκει εἰς ἀδυναμίαν νὰ ἐξοφλήσω τὸ χρέος μου. Βλέπω τὸν λογοθέτην [1] νὰ κρατῇ τὸ χειρόγραφόν μου καὶ τοὺς δημίους νὰ τρίζουν τοὺς ὀδόντας των· βλέπω πολλοὺς κατηγόρους ἐναντίον μου καὶ οὔτε ἕνα συνήγορον καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα· τρέμω καὶ ἀγωνιῶ, φρίττω καὶ συγκλονίζομαι ὁλόκληρος· καὶ δὲν γνωρίζω τὶ νὰ πράξω. Νὰ ζητήσω παράτασιν τῆς ζωῆς μου; Ἀλλὰ φοβοῦμαι μήπως προσθέσω καὶ ἄλλα ἁμαρτήματα εἰς ὅσα ἔχω διαπράξει μέχρι τοῦδε καὶ εὑρεθῶ πάλιν ἀνέτοιμος· καὶ εὑρίσκομαι εἰς ἀμηχανίαν μὲ ποῖον πρόσωπον νὰ ἀντικρύσω τὸν Κριτήν· διότι βλέπω ὅτι τὰ κακά, τὰ ὁποῖα διέπραξα, εἶναι ἀπὸ τὰ χειρότερα· ὁ πονηρὸς δὲν παύει ἀπὸ τοῦ νὰ μὲ ἐνοχλῇ καὶ οἱ ἐχθροὶ μου δὲν σταματοῦν τὸν ἐναντίον μου πόλεμον· ὁ ἐμφύλιος πόλεμος τῆς σαρκός μου δὲν λυπῆται νὰ μὲ ταράσσῃ καὶ νὰ μὲ συγχίζῃ· οἱ πονηροὶ λογισμοὶ οὐδέποτε ἡσυχάζουν.

«Καὶ σύ, Κύριε, ἕως πότε;». Τὶ ἤθελε νὰ εἴπῃ μὲ τοὺς λόγους τούτους, δὲν τὸ εἶπεν. Ἀλλὰ κυριευμένος ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν θλῖψιν καὶ τὰς δυσκόλους περιστάσεις, ἴσως ἠθέλησε κάτι τὸ φρικτὸν καὶ τολμηρὸν νὰ εἴπῃ πρὸς τὸν Θεόν, ἀλλὰ συνεκράτησε τὸν ἑαυτόν του καὶ δὲν ἐτόλμησε νὰ τὸ ἐκστομίσῃ σαφῶς· ἀλλὰ λέγει· «Καὶ σύ,Κύριε, ἕως πότε;». Ἰδού, λέγει, γνωρίζεις, Κύριε, εἰς ποίαν ἀθλίαν καὶ ἐλεεινὴν καὶ δύσκολον κατάστασιν εὑρίσκομαι· ἰδοὺ βλέπεις τὴν ἐναντίον μου ἐπίθεσιν καὶ τὴν κάμινον τῆς σαρκὸς καὶ τὴν ἀντίστασιν καὶ τὸν πόλεμον τῶν λογισμῶν καὶ τὴν ἔλλειψιν τοῦ χρόνου πρὸς μετάνοιαν καὶ τὴν ἐξασθένησιν τῆς δυνάμεώς μου. Λοιπόν, Κύριε, ἕως πότε δὲν θὰ δεικνύῃς συμπάθειαν πρὸς ἐμέ; ἕως πότε δὲν θὰ ἀνταποδίδῃς κατὰ τὰς ἁμαρτίας μου; ἕως πότε θὰ παραβλέπῃς; ἕως πότε θὰ μακροθυμῇς; ἕως πότε δὲν θὰ μὲ παιδεύσῃς; ἕως πότε δὲν θὰ μὲ λυτρώσης;


Ὑποσημειώσεις

[1] Λογοθέτης· γραμματεὺς τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς, ὁ ὁποῖος ἀνεγίνωσκε τὰς ἀποφάσεις τῶν αὐτοκρατόρων κ.λ.π.

[2] «Ράκος ἀποκαθημένης» χαρακτηρίζει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, ἐν τῷ ἀνωτέρω μνημονευομένῳ χωρίῳ, πᾶσαν ἡμῶν τὴν δικαιοσύνην. Ἅπασαι δηλαδὴ αἱ ἀρεταὶ ἡμῶν τόσον πολὺ ἀκάθαρτοι εἶναι, ὅσον τὸ ράκος τῆς ἀποκαθημένης. Ἀποκαθημένην δὲ ὀνομάζει ἡ Ἁγία Γραφὴ τὴν ἐμμηνορροοῦσαν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν καὶ χαρακτηρίζει ἀκάθαρτον (Λευϊτ. ιεʹ 19-33, κʹ 18). Τὸ δὲ ράκος τῆς ἀποκαθημένης οὐχὶ μόνον βρωμερὸν καὶ ἄχρηστον τυγχάνει αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ νομικῶς εἶναι ἀκάθαρτον καὶ ὅστις ἐγγίσῃ αὐτὸ θεωρεῖται καὶ αὐτὸς ἀκάθαρτος (ἔνθ’ ἀνωτέρω ιεʹ 20).

[3] Τὴν προσευχὴν ταύτην τοῦ Μανασσῆ ὡς λίαν κατανυκτικὴν καὶ προτρεπτικὴν εἰς μετάνοιαν συμπεριέλαβον οἱ Πατέρες εἰς τὰς εὐχὰς τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου ἐν τῷ Ὡρολογίῳ, ἔνθα καὶ βλέπε αὐτήν.

[4] Βλέπε σχετικὴν ὑποσημείωσιν περὶ τούτου καὶ ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἰς τὴν κϛʹ (26ῃ) Σεπτεμβρίου, ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[5] Τὸ νοσοκομεῖον τοῦτο ᾠκοδόμησεν ὁ μέγας Ἰουστινιανὸς μετὰ τὴν θεραπείαν του ἀπὸ τὸν Ὅσιον Σαμψὼν τὸν Ξενοδόχον, διὸ καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου (βλέπε ἐν τόμῳ Ϛʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ κζʹ (27ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰουνίου).

[6] Ἐκσπηλευτής· ἡ λέξις δὲν ἀπαντᾷ εἰς τὰ λεξικά. Ἡ σημασία αὐτῆς εἶναι προφανής. Πλησιάζουν, λέγει, ἐκεῖνοι, οἵτινες θὰ μὲ ἀφαρπάσουν, θὰ μὲ ἐκσπάσουν βιαίως ἀπὸ τοῦ σπηλαίου μου (μεταφορικῶς ἀπὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ μου σώματος).

[7] Προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· ἂς παρουσιασθῶμεν, δηλαδή, ὅσον τὸ δυνατὸν συντομώτερον ἐνώπιόν Του, διὰ νὰ τὸν ὑμνήσωμεν. Ἂς σπεύσωμεν νὰ τὸν δοξολογήσωμεν αἰφνιδιάζοντες αὐτὸν διὰ τῆς ταχυτάτης προθυμίας μας.