«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με»· καὶ μόνον αὐτὸ ἐὰν κερδήσω ἐκ μέρους Σοῦ τοῦ μόνου φιλανθώπου, μοῦ εἶναι ἀρκετόν. Σὺ γνωρίζεις, Κύριε, ἀκριβῶς καὶ τὰ πλέον κρυφὰ ἁμαρτήματά μου, ἀλλὰ μὴ μὲ ἐλέγξῃς, μὴ τὰ κοινολογήσῃς, μὴ τὰ φανερώσῃς ἐνώπιον ὅλων τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων πρὸς ἐντροπὴν καὶ ὀνειδισμόν μου. «Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με». Ἐὰν εἶναι βέβαιον ὅτι οὐδεὶς δύναται νὰ ὑποστῇ τὸν θυμὸν ἑνὸς θνητοῦ βασιλέως, πολὺ περισσότερον δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ὑποστῇ τὸν θυμὸν τοῦ Θεοῦ ἡ κτίσις ὁλόκληρος. «Μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσης με».
Δὲν λέγω, Κύριε, μὴ μὲ παιδεύσῃς· διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ ὑπεύθυνος διὰ πᾶσαν τιμωρίαν καὶ πᾶσαν κόλασιν· ἀλλ’ ὅταν μὲ τιμωρήσῃς, μὴ μὲ βασανίσῃς ἀναλόγως πρὸς τὴν ὀργήν σου. Γνωρίζω καλῶς ὅτι ὅταν ὁ λῃστὴς ἐζήτητε παρὰ Σοῦ συγχώρησιν, τὴν ἔλαβε· γνωρίζω ὅτι ἡ πόρνη προσῆλθε πρὸς Σὲ καὶ συνεχωρήθη· γνωρίζω ὅτι ὁ τελώνης ἐστέναξε διὰ τὰς ἁμαρτίας του καὶ ἐδικαιώθη· ἐγὼ ὅμως δὲν εἶμαι ὅπως αὐτοί. Δὲν ἔχω ἄφθονα δάκρυα διὰ νὰ τὰ χύσω, δὲν ἔχω νὰ παρουσιάσω ἀληθινὴν ἐξομολόγησιν, δὲν ἔχω στεναγμόν, ὁ ὁποῖος νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδίας, δὲν ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν μου, δὲν ἔχω νὰ παρουσιάσω νηστείαν εἰλικρινῆ, δὲν ἔχω ἀγάπην πρὸς τὸν πλησίον μου, δὲν ἔχω νὰ παρουσιάσω πτωχείαν πνεύματος, δὲν ἔχω νὰ ἐπιδείξω ἀδιάκοπον προσευχήν, δὲν ἔχω συμπάθειαν διὰ νὰ γίνω καὶ ἐγὼ συμπαθής, δὲν συνεχώρησα διὰ νὰ λάβω καὶ ἐγὼ συγχώρησιν, δὲν ἔχω νὰ ἐπιδείξω σωφροσύνην τοῦ σώματός μου, οὔτε καθαρότητα λογισμῶν καὶ σκέψεων, δὲν ἔχω προαίρεσιν ἁρμόζουσαν πρὸς τὸν Θεόν. Μὲ ποῖον λοιπὸν πρόσωπον ἢ μὲ ποίαν παρρησίαν νὰ τολμήσω νὰ ζητήσω συγχώρησιν; Πολλὰς φοράς, Κύριε, ἔλαβον τὴν ἀπόφασιν νὰ μετανοήσω καὶ ἀπεδείχθην ψεύστης εἰς τὴν ἀπόφασίν μου αὐτήν· πολλὰς φορὰς προσέπεσα ἐνώπιόν σου εἰς τὴν Ἐκκλησίαν σου καὶ μόλις ἐξῆλθον ἐξ αὐτῆς ἀμέσως περιέπεσα πάλιν εἰς ἁμαρτίας· πολλὰς φορὰς μὲ ἠλέησας, καὶ ἐγὼ σὲ ἠγνόησα· πολλὰς φορὰς μὲ ἀνήγειρες ἀπὸ τὴν πτῶσιν μου καὶ ἐγὼ πάλιν ἔπεσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν· πόσας φορὰς μὲ συνεκράτησας καὶ ἐγὼ ἐφάνην ἀχάριστος πρὸς Σέ!
Πόσας φορὰς εἰσήκουσας τῆς προσευχῆς μου καὶ ἐγὼ παρήκουσα τὰς ἐντολάς σου· πόσας φορὰς μὲ συνεπάθησας καὶ ἐγὼ οὐδεμίαν ἐκδούλευσιν προσέφερα εἰς Σέ, πόσας φορὰς μὲ ἐτίμησας καὶ ἐγὼ σὲ προσέβαλα· πόσας φοράς, ἐνῷ ἡμάρτησα, Σὺ ὡς εὔσπλαγχνος πατὴρ μὲ ἐκάλεσας πλησίον σου, ἐπειδὴ εἶσαι ἀγαθὸς καὶ μὲ ἐστήριξες·