Λόγος εἰς τὴν παρείσβασιν τῶν νηστειῶν καὶ εἰς τὸν Ϛ’ Ψαλμόν, τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀναστασίου ἡγουμένου τοῦ ὄρους Σινᾶ.

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με»· καὶ μόνον αὐτὸ ἐὰν κερδήσω ἐκ μέρους Σοῦ τοῦ μόνου φιλανθώπου, μοῦ εἶναι ἀρκετόν. Σὺ γνωρίζεις, Κύριε, ἀκριβῶς καὶ τὰ πλέον κρυφὰ ἁμαρτήματά μου, ἀλλὰ μὴ μὲ ἐλέγξῃς, μὴ τὰ κοινολογήσῃς, μὴ τὰ φανερώσῃς ἐνώπιον ὅλων τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων πρὸς ἐντροπὴν καὶ ὀνειδισμόν μου. «Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με». Ἐὰν εἶναι βέβαιον ὅτι οὐδεὶς δύναται νὰ ὑποστῇ τὸν θυμὸν ἑνὸς θνητοῦ βασιλέως, πολὺ περισσότερον δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ὑποστῇ τὸν θυμὸν τοῦ Θεοῦ ἡ κτίσις ὁλόκληρος. «Μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσης με».

Δὲν λέγω, Κύριε, μὴ μὲ παιδεύσῃς· διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ ὑπεύθυνος διὰ πᾶσαν τιμωρίαν καὶ πᾶσαν κόλασιν· ἀλλ’ ὅταν μὲ τιμωρήσῃς, μὴ μὲ βασανίσῃς ἀναλόγως πρὸς τὴν ὀργήν σου. Γνωρίζω καλῶς ὅτι ὅταν ὁ λῃστὴς ἐζήτητε παρὰ Σοῦ συγχώρησιν, τὴν ἔλαβε· γνωρίζω ὅτι ἡ πόρνη προσῆλθε πρὸς Σὲ καὶ συνεχωρήθη· γνωρίζω ὅτι ὁ τελώνης ἐστέναξε διὰ τὰς ἁμαρτίας του καὶ ἐδικαιώθη· ἐγὼ ὅμως δὲν εἶμαι ὅπως αὐτοί. Δὲν ἔχω ἄφθονα δάκρυα διὰ νὰ τὰ χύσω, δὲν ἔχω νὰ παρουσιάσω ἀληθινὴν ἐξομολόγησιν, δὲν ἔχω στεναγμόν, ὁ ὁποῖος νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδίας, δὲν ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν μου, δὲν ἔχω νὰ παρουσιάσω νηστείαν εἰλικρινῆ, δὲν ἔχω ἀγάπην πρὸς τὸν πλησίον μου, δὲν ἔχω νὰ παρουσιάσω πτωχείαν πνεύματος, δὲν ἔχω νὰ ἐπιδείξω ἀδιάκοπον προσευχήν, δὲν ἔχω συμπάθειαν διὰ νὰ γίνω καὶ ἐγὼ συμπαθής, δὲν συνεχώρησα διὰ νὰ λάβω καὶ ἐγὼ συγχώρησιν, δὲν ἔχω νὰ ἐπιδείξω σωφροσύνην τοῦ σώματός μου, οὔτε καθαρότητα λογισμῶν καὶ σκέψεων, δὲν ἔχω προαίρεσιν ἁρμόζουσαν πρὸς τὸν Θεόν. Μὲ ποῖον λοιπὸν πρόσωπον ἢ μὲ ποίαν παρρησίαν νὰ τολμήσω νὰ ζητήσω συγχώρησιν; Πολλὰς φοράς, Κύριε, ἔλαβον τὴν ἀπόφασιν νὰ μετανοήσω καὶ ἀπεδείχθην ψεύστης εἰς τὴν ἀπόφασίν μου αὐτήν· πολλὰς φορὰς προσέπεσα ἐνώπιόν σου εἰς τὴν Ἐκκλησίαν σου καὶ μόλις ἐξῆλθον ἐξ αὐτῆς ἀμέσως περιέπεσα πάλιν εἰς ἁμαρτίας· πολλὰς φορὰς μὲ ἠλέησας, καὶ ἐγὼ σὲ ἠγνόησα· πολλὰς φορὰς μὲ ἀνήγειρες ἀπὸ τὴν πτῶσιν μου καὶ ἐγὼ πάλιν ἔπεσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν· πόσας φορὰς μὲ συνεκράτησας καὶ ἐγὼ ἐφάνην ἀχάριστος πρὸς Σέ!

Πόσας φορὰς εἰσήκουσας τῆς προσευχῆς μου καὶ ἐγὼ παρήκουσα τὰς ἐντολάς σου· πόσας φορὰς μὲ συνεπάθησας καὶ ἐγὼ οὐδεμίαν ἐκδούλευσιν προσέφερα εἰς Σέ, πόσας φορὰς μὲ ἐτίμησας καὶ ἐγὼ σὲ προσέβαλα· πόσας φοράς, ἐνῷ ἡμάρτησα, Σὺ ὡς εὔσπλαγχνος πατὴρ μὲ ἐκάλεσας πλησίον σου, ἐπειδὴ εἶσαι ἀγαθὸς καὶ μὲ ἐστήριξες·


Ὑποσημειώσεις

[1] Λογοθέτης· γραμματεὺς τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς, ὁ ὁποῖος ἀνεγίνωσκε τὰς ἀποφάσεις τῶν αὐτοκρατόρων κ.λ.π.

[2] «Ράκος ἀποκαθημένης» χαρακτηρίζει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, ἐν τῷ ἀνωτέρω μνημονευομένῳ χωρίῳ, πᾶσαν ἡμῶν τὴν δικαιοσύνην. Ἅπασαι δηλαδὴ αἱ ἀρεταὶ ἡμῶν τόσον πολὺ ἀκάθαρτοι εἶναι, ὅσον τὸ ράκος τῆς ἀποκαθημένης. Ἀποκαθημένην δὲ ὀνομάζει ἡ Ἁγία Γραφὴ τὴν ἐμμηνορροοῦσαν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν καὶ χαρακτηρίζει ἀκάθαρτον (Λευϊτ. ιεʹ 19-33, κʹ 18). Τὸ δὲ ράκος τῆς ἀποκαθημένης οὐχὶ μόνον βρωμερὸν καὶ ἄχρηστον τυγχάνει αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ νομικῶς εἶναι ἀκάθαρτον καὶ ὅστις ἐγγίσῃ αὐτὸ θεωρεῖται καὶ αὐτὸς ἀκάθαρτος (ἔνθ’ ἀνωτέρω ιεʹ 20).

[3] Τὴν προσευχὴν ταύτην τοῦ Μανασσῆ ὡς λίαν κατανυκτικὴν καὶ προτρεπτικὴν εἰς μετάνοιαν συμπεριέλαβον οἱ Πατέρες εἰς τὰς εὐχὰς τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου ἐν τῷ Ὡρολογίῳ, ἔνθα καὶ βλέπε αὐτήν.

[4] Βλέπε σχετικὴν ὑποσημείωσιν περὶ τούτου καὶ ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἰς τὴν κϛʹ (26ῃ) Σεπτεμβρίου, ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[5] Τὸ νοσοκομεῖον τοῦτο ᾠκοδόμησεν ὁ μέγας Ἰουστινιανὸς μετὰ τὴν θεραπείαν του ἀπὸ τὸν Ὅσιον Σαμψὼν τὸν Ξενοδόχον, διὸ καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου (βλέπε ἐν τόμῳ Ϛʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ κζʹ (27ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰουνίου).

[6] Ἐκσπηλευτής· ἡ λέξις δὲν ἀπαντᾷ εἰς τὰ λεξικά. Ἡ σημασία αὐτῆς εἶναι προφανής. Πλησιάζουν, λέγει, ἐκεῖνοι, οἵτινες θὰ μὲ ἀφαρπάσουν, θὰ μὲ ἐκσπάσουν βιαίως ἀπὸ τοῦ σπηλαίου μου (μεταφορικῶς ἀπὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ μου σώματος).

[7] Προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· ἂς παρουσιασθῶμεν, δηλαδή, ὅσον τὸ δυνατὸν συντομώτερον ἐνώπιόν Του, διὰ νὰ τὸν ὑμνήσωμεν. Ἂς σπεύσωμεν νὰ τὸν δοξολογήσωμεν αἰφνιδιάζοντες αὐτὸν διὰ τῆς ταχυτάτης προθυμίας μας.