Λόγος εἰς τὴν παρείσβασιν τῶν νηστειῶν καὶ εἰς τὸν Ϛ’ Ψαλμόν, τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀναστασίου ἡγουμένου τοῦ ὄρους Σινᾶ.

Ἐλέησόν με, Κύριε, ἐπειδὴ ἡ σάρξ μου εἶναι ἀδύνατος· ἡ ψυχή μου εἶναι ἀδύνατος· ἡ γνώμη μου εἶναι ἀδύνατος· ὁ λογισμός μου εἶναι ἀνίκανος νὰ σκεφθῇ ὀρθῶς· ἡ δύναμίς μου ἐξηφανίσθη· ὁ χρόνος, τὸν ὁποῖον εἶχον εἰς τὴν διάθεσίν μου πρὸς μετάνοιαν, ἐπέρασεν· αἱ ἡμέραι μου ἐπέρασαν μέσα εἰς τὴν ματαιότητα καὶ βλέπω τὸ τέλος μου νὰ πλησιάζῃ· ἀλλά, Κύριε, ἄνοιξον καὶ εἰς ἐμὲ τὴν θύραν τοῦ ἐλέους σου, ὅταν κρούω, καὶ μὴ μοῦ κλείσῃς αὐτὴν κατὰ πρόσωπον.

Ἄνοιξον καὶ δι’ ἐμέ, Κύριε, τὰ σπλάγχνα σου καὶ ἅπλωσον τὴν χεῖρα σου πρὸς ἐμέ, ὁ ὁποῖος εἶμαι βυθισμένος εἰς τὴν λάσπην τοῦ βυθοῦ τῶν ἡδονῶν καὶ μή μου τὴν κλείσῃς κατὰ πρόσωπον. Ἐὰν σὺ κλείσῃς, ποῖος θὰ μοῦ ἀνοίξῃ; Ἐὰν σὺ δὲν φθάσῃς εἰς βοήθειάν μου, ποῖος θὰ φθάσῃ; Ἐὰν σὺ δὲν σπεύσῃς νὰ μᾶς βοηθήσῃς, ποῖος θὰ μᾶς βοηθήσῃ; Κανείς. Ἀλλὰ Σύ, ὁ φύσει φιλάνθρωπος, δῶσε εἰς ἡμᾶς ὀλίγον καιρὸν ζωῆς ἀκόμη καὶ λογισμὸν νὰ ἐπιστρέψωμεν πρὸς Σέ. Νίκησον τὴν ἀδιαφορίαν μας καὶ ἑτοίμασε τὴν διόρθωσίν μας. Σὺ δῶσε εἰς ἡμᾶς ὀλίγον ἀκόμη καιρὸν καὶ κάμε τρόπον νὰ σωθῶμεν. Διότι ἐὰν σὺ δὲν εὕρῃς τὸν τρόπον τῆς σωτηρίας μου, ὅσα καὶ ἂν κάμω ἐγὼ εἶναι σαθρὰ καὶ ἀβέβαια, ὅσα καὶ ἂν δοκιμάσω εἶναι ἀνίσχυρα καὶ εὔκολα ἀποτυγχάνουν ὅσα καὶ ἂν ἐπιχειρήσω ἐγώ, εἶναι ἀνωφελῆ καὶ ἀτελεσφόρητα. Μὴ ἀναβάλῃς πλέον, Κύριε, ἀλλὰ πρόφθασον ἵνα σώσῃς τὸ πλάσμα σου. Σύ, Κύριε, εἶπες, ὅτι χωρὶς ἐμὲ δὲν δύνασθε νὰ κατορθώσετε τίποτε. Πρόφθασον τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου, ἐφ’ ὅσον θὰ εὑρίσκωμαι εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν· διότι τυραννοῦμαι ὑπὸ τοῦ λογισμοῦ μου· τυραννοῦμαι ὑπὸ τῆς κακῆς προαιρέσεως. Ἀκόμη δὲ περισσότερον τυραννοῦμαι ἀπὸ τὴν κακὴν συνήθειαν, διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ· «ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι». Καὶ εἶμαι ἀσθενής, διότι ὁ ἐχθρὸς ἀφῄρεσε τὴν δύναμιν τῶν νεύρων μου· μὲ ἔκαμεν ἀνίσχυρον καὶ μὲ συνέτριψεν· ὁ δὲ ἀσθενὴς καὶ συντετριμμένος δὲν δύναται νὰ θεραπεύσῃ, νὰ σώσῃ τὸν ἑαυτόν του· ὁ τσακισμένος δὲν ἠμπορεῖ νὰ βοηθήσῃ τὸν ἑαυτόν του, δὲν δύναται νὰ ἰσχυροποιήσῃ τοὺς δεσμοὺς τοῦ σώματός του· διὰ τοῦτο Σὲ ἱκετεύω· «ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι».

«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου». Ἐταράχθησαν καὶ συνετρίβησαν τὰ ὀστᾶ τῆς ψυχῆς μου· ἐκεῖνος δὲ τοῦ ὁποίου ἔχουν συντριβῆ τὰ ὀστᾶ, δὲν δύναται νὰ σταθῇ ὄρθιος καὶ νὰ ζητήσῃ τὴν βοήθειαν ἰατροῦ· δὲν δύναται νὰ τρέξῃ καὶ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του.


Ὑποσημειώσεις

[1] Λογοθέτης· γραμματεὺς τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς, ὁ ὁποῖος ἀνεγίνωσκε τὰς ἀποφάσεις τῶν αὐτοκρατόρων κ.λ.π.

[2] «Ράκος ἀποκαθημένης» χαρακτηρίζει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, ἐν τῷ ἀνωτέρω μνημονευομένῳ χωρίῳ, πᾶσαν ἡμῶν τὴν δικαιοσύνην. Ἅπασαι δηλαδὴ αἱ ἀρεταὶ ἡμῶν τόσον πολὺ ἀκάθαρτοι εἶναι, ὅσον τὸ ράκος τῆς ἀποκαθημένης. Ἀποκαθημένην δὲ ὀνομάζει ἡ Ἁγία Γραφὴ τὴν ἐμμηνορροοῦσαν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν καὶ χαρακτηρίζει ἀκάθαρτον (Λευϊτ. ιεʹ 19-33, κʹ 18). Τὸ δὲ ράκος τῆς ἀποκαθημένης οὐχὶ μόνον βρωμερὸν καὶ ἄχρηστον τυγχάνει αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ νομικῶς εἶναι ἀκάθαρτον καὶ ὅστις ἐγγίσῃ αὐτὸ θεωρεῖται καὶ αὐτὸς ἀκάθαρτος (ἔνθ’ ἀνωτέρω ιεʹ 20).

[3] Τὴν προσευχὴν ταύτην τοῦ Μανασσῆ ὡς λίαν κατανυκτικὴν καὶ προτρεπτικὴν εἰς μετάνοιαν συμπεριέλαβον οἱ Πατέρες εἰς τὰς εὐχὰς τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου ἐν τῷ Ὡρολογίῳ, ἔνθα καὶ βλέπε αὐτήν.

[4] Βλέπε σχετικὴν ὑποσημείωσιν περὶ τούτου καὶ ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἰς τὴν κϛʹ (26ῃ) Σεπτεμβρίου, ἐν τόμῳ Θʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[5] Τὸ νοσοκομεῖον τοῦτο ᾠκοδόμησεν ὁ μέγας Ἰουστινιανὸς μετὰ τὴν θεραπείαν του ἀπὸ τὸν Ὅσιον Σαμψὼν τὸν Ξενοδόχον, διὸ καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου (βλέπε ἐν τόμῳ Ϛʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ κζʹ (27ῃ) τοῦ μηνὸς Ἰουνίου).

[6] Ἐκσπηλευτής· ἡ λέξις δὲν ἀπαντᾷ εἰς τὰ λεξικά. Ἡ σημασία αὐτῆς εἶναι προφανής. Πλησιάζουν, λέγει, ἐκεῖνοι, οἵτινες θὰ μὲ ἀφαρπάσουν, θὰ μὲ ἐκσπάσουν βιαίως ἀπὸ τοῦ σπηλαίου μου (μεταφορικῶς ἀπὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ μου σώματος).

[7] Προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· ἂς παρουσιασθῶμεν, δηλαδή, ὅσον τὸ δυνατὸν συντομώτερον ἐνώπιόν Του, διὰ νὰ τὸν ὑμνήσωμεν. Ἂς σπεύσωμεν νὰ τὸν δοξολογήσωμεν αἰφνιδιάζοντες αὐτὸν διὰ τῆς ταχυτάτης προθυμίας μας.