Ἐλέησόν με, Κύριε, ἐπειδὴ ἡ σάρξ μου εἶναι ἀδύνατος· ἡ ψυχή μου εἶναι ἀδύνατος· ἡ γνώμη μου εἶναι ἀδύνατος· ὁ λογισμός μου εἶναι ἀνίκανος νὰ σκεφθῇ ὀρθῶς· ἡ δύναμίς μου ἐξηφανίσθη· ὁ χρόνος, τὸν ὁποῖον εἶχον εἰς τὴν διάθεσίν μου πρὸς μετάνοιαν, ἐπέρασεν· αἱ ἡμέραι μου ἐπέρασαν μέσα εἰς τὴν ματαιότητα καὶ βλέπω τὸ τέλος μου νὰ πλησιάζῃ· ἀλλά, Κύριε, ἄνοιξον καὶ εἰς ἐμὲ τὴν θύραν τοῦ ἐλέους σου, ὅταν κρούω, καὶ μὴ μοῦ κλείσῃς αὐτὴν κατὰ πρόσωπον.
Ἄνοιξον καὶ δι’ ἐμέ, Κύριε, τὰ σπλάγχνα σου καὶ ἅπλωσον τὴν χεῖρα σου πρὸς ἐμέ, ὁ ὁποῖος εἶμαι βυθισμένος εἰς τὴν λάσπην τοῦ βυθοῦ τῶν ἡδονῶν καὶ μή μου τὴν κλείσῃς κατὰ πρόσωπον. Ἐὰν σὺ κλείσῃς, ποῖος θὰ μοῦ ἀνοίξῃ; Ἐὰν σὺ δὲν φθάσῃς εἰς βοήθειάν μου, ποῖος θὰ φθάσῃ; Ἐὰν σὺ δὲν σπεύσῃς νὰ μᾶς βοηθήσῃς, ποῖος θὰ μᾶς βοηθήσῃ; Κανείς. Ἀλλὰ Σύ, ὁ φύσει φιλάνθρωπος, δῶσε εἰς ἡμᾶς ὀλίγον καιρὸν ζωῆς ἀκόμη καὶ λογισμὸν νὰ ἐπιστρέψωμεν πρὸς Σέ. Νίκησον τὴν ἀδιαφορίαν μας καὶ ἑτοίμασε τὴν διόρθωσίν μας. Σὺ δῶσε εἰς ἡμᾶς ὀλίγον ἀκόμη καιρὸν καὶ κάμε τρόπον νὰ σωθῶμεν. Διότι ἐὰν σὺ δὲν εὕρῃς τὸν τρόπον τῆς σωτηρίας μου, ὅσα καὶ ἂν κάμω ἐγὼ εἶναι σαθρὰ καὶ ἀβέβαια, ὅσα καὶ ἂν δοκιμάσω εἶναι ἀνίσχυρα καὶ εὔκολα ἀποτυγχάνουν ὅσα καὶ ἂν ἐπιχειρήσω ἐγώ, εἶναι ἀνωφελῆ καὶ ἀτελεσφόρητα. Μὴ ἀναβάλῃς πλέον, Κύριε, ἀλλὰ πρόφθασον ἵνα σώσῃς τὸ πλάσμα σου. Σύ, Κύριε, εἶπες, ὅτι χωρὶς ἐμὲ δὲν δύνασθε νὰ κατορθώσετε τίποτε. Πρόφθασον τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου, ἐφ’ ὅσον θὰ εὑρίσκωμαι εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν· διότι τυραννοῦμαι ὑπὸ τοῦ λογισμοῦ μου· τυραννοῦμαι ὑπὸ τῆς κακῆς προαιρέσεως. Ἀκόμη δὲ περισσότερον τυραννοῦμαι ἀπὸ τὴν κακὴν συνήθειαν, διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ· «ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι». Καὶ εἶμαι ἀσθενής, διότι ὁ ἐχθρὸς ἀφῄρεσε τὴν δύναμιν τῶν νεύρων μου· μὲ ἔκαμεν ἀνίσχυρον καὶ μὲ συνέτριψεν· ὁ δὲ ἀσθενὴς καὶ συντετριμμένος δὲν δύναται νὰ θεραπεύσῃ, νὰ σώσῃ τὸν ἑαυτόν του· ὁ τσακισμένος δὲν ἠμπορεῖ νὰ βοηθήσῃ τὸν ἑαυτόν του, δὲν δύναται νὰ ἰσχυροποιήσῃ τοὺς δεσμοὺς τοῦ σώματός του· διὰ τοῦτο Σὲ ἱκετεύω· «ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι».
«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου». Ἐταράχθησαν καὶ συνετρίβησαν τὰ ὀστᾶ τῆς ψυχῆς μου· ἐκεῖνος δὲ τοῦ ὁποίου ἔχουν συντριβῆ τὰ ὀστᾶ, δὲν δύναται νὰ σταθῇ ὄρθιος καὶ νὰ ζητήσῃ τὴν βοήθειαν ἰατροῦ· δὲν δύναται νὰ τρέξῃ καὶ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του.