Πῶς λοιπὸν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νὰ τελέσῃ τοιαῦτα θαυμάσια, ἔκρινεν ὅτι ἔπρεπε νὰ κλαύσῃ; Ἢ μήπως δὲν εἶναι φανερόν, ὅτι διὰ νὰ ἐνισχύσῃ ἀπὸ παντοῦ τὴν ἀδυναμίαν μας, περιέλαβε τὰ πάθη τῆς ψυχῆς εἰς μερικὰ μέτρα καὶ ὅρια; Διὰ τοῦ τρόπου τούτου ὁ Κύριος ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἀπεδίωκεν ἀπὸ τὴν ψυγὴν τὴν ἔλλειψιν συμπαθείας, ὡς ἁρμόζουσαν μόνον εἰς τὰ θηρία, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὑπεδείκνυε τὸν μετριασμὸν τῆς ὑπερβολικῆς λύπης καὶ τῶν μεγάλων θρήνων. Διὰ τὸν λόγον τοῦτον, δακρύσας διὰ τὸν φίλον του, ἔδειξεν ὅτι καὶ αὐτὸς μετεῖχε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ἡμᾶς ἀπήλλαξεν ἀπὸ τὰς ὑπερβολάς, εἰς τὰς ὁποίας περιπίπτομεν καὶ διὰ τὰ δύο. Μᾶς ἐδίδαξε δηλαδὴ μὲ τὰ δάκρυά του ὁ Κύριος, ὅτι ἀφ’ ἑνὸς μὲν δὲν πρέπει νὰ ἐξουθενούμεθα ἀπὸ τὰς διαφόρους ἀτυχίας καὶ τὰς συμφοράς, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ μένωμεν ἀναίσθητοι ἐνώπιον θλιβερῶν γεγονότων. Ὅπως λοιπὸν κατεδέχθη τὴν πεῖναν ὁ Κύριος, ὅταν ἡ στερεὰ τροφὴ τὴν ὁποίαν εἶχε λάβει ἐξηντλήθη (Ματθ. δ’ 2, κα’ 18, Μάρκ. ια’ 12, Λουκ. δ’ 2), τοιουτοτρόπως ἐδέχθη καὶ τὴν δίψαν, ὅταν ἡ ὑγρότης τοῦ σώματος ἐδαπανήθη (Ἰωάν. ιθ’ 28)· καὶ ᾐσθάνθη κόπωσιν, ὅταν οἱ μύες καὶ τὰ νεῦρα ἐκουράσθησαν ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν· ὄχι διότι ἡ θεότης κατεβλήθη ἀπὸ τὸν κόπον, ἀλλὰ διότι ἐδέχθη τὰς σωματικὰς ἐκδηλώσεις, αἱ ὁποῖαι ἐκ φύσεως ἐπακολουθοῦν τὴν μεγάλην κόπωσιν· κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐδέχθη καὶ τὸ δάκρυον, ἐπιτρέψας οὕτω νὰ ἐκδηλωθῇ ὅ,τι εἶναι φυσικὸν διὰ τὸ ὑλικὸν σῶμα μας.
Τοῦτο συμβαίνει, ὅταν αἱ κοιλότητες τοῦ ἐγκεφάλου γεμίσουν ἀπὸ τὰς ἀναθυμιάσεις τῆς λύπης, ἀποβάλλουν τρόπον τινὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ ὑγροῦ διὰ μερικῶν πόρων, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς τοὺς ὀφθαλμούς. Ἐκ τούτου προξενοῦνται καὶ μερικοὶ ἦχοι καὶ ζάλαι καὶ σκοτοδῖναι, ὅταν ἀκούσωμεν ἔξαφνα κάποιαν ἀπροσδόκητον συμφοράν, ἐπειδὴ ἡ κεφαλὴ κλονίζεται ἀπὸ τοὺς ἀτμοὺς τοὺς ὁποίους παράγει ἡ συγκέντρωσις τῆς θερμότητος εἰς τὸ βάθος τοῦ ἐγκεφάλου. Κατόπιν, ἔχω τὴν γνώμην, ὅπως τὸ σύννεφον μεταβάλλεται εἰς βροχήν, τοιουτοτρόπως καὶ οἱ πυκνοὶ ἀτμοὶ διαλύονται εἰς δάκρυα. Διὰ τοῦτο οἱ λυπούμενοι καὶ θρηνοῦντες αἰσθάνονται καὶ κάποιαν εὐχαρίστησιν, ἐπειδὴ τὸ βάρος τῆς λύπης ἀνακουφίζεται ὀλίγον διὰ τῶν δακρύων. Ὅτι δὲ ὁ λόγος οὗτος εἶναι ἀληθής, τὸ ἀποδεικνύει ἡ ἐμπειρία τῶν συμβαινόντων. Ἐγνωρίσαμεν δηλαδὴ πολλούς, οἱ ὁποῖοι, ὅταν περιέπεσαν εἰς ἀνεπανορθώτους συμφοράς, ἀφοῦ ἔκλαυσαν τὴν συμφοράν των, ἐπέδειξαν ὑπομονήν.