Λόγος περὶ Εὐχαριστίας, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.

Τοιοῦτος ἦτο καὶ ὁ Ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος ἔχαιρεν εἰς τὰς ἀσθενείας, εἰς τὰς θλίψεις, εἰς τοὺς διωγμούς, εἰς τὰς ἀνάγκας, ὁ ὁποῖος τὴν πτωχείαν του εὕρισκεν ὡς ἀφορμὴν διὰ νὰ καυχηθῇ ἐν Χριστῷ (Β’ Κορ. ϛ’ 10), ὁ ὁποῖος ᾐσθάνετο ἀγαλλίασιν ὅταν ἐπείνα καὶ ἐδίψα, ὅταν ἐκρύωνε καὶ ἦτο γυμνός (Α’ Κορ. δ’ 11), ὅταν ὑφίστατο διωγμοὺς ἢ ἐδοκίμαζε στενοχωρίας, ἀτυχήματα διὰ τὰ ὁποῖα ἄλλοι δυσανασχετοῦν καὶ ἀποκάμνουν εἰς τὴν ζωήν των.

Ἐκεῖνοι λοιπὸν οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ συλλάβουν τὴν σκέψιν τοῦ Ἀποστόλου, καὶ νὰ κατανοήσουν ὅτι μὲ ὅσα μᾶς λέγει, μᾶς προσκαλεῖ εἰς μίαν ζωὴν σύμφωνον μὲ τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτοὶ κατηγοροῦν τὸν Παῦλον, ὅτι τάχα μᾶς ἐπιβάλλει πράγματα ἀκατόρθωτα. Ἂς φροντίσουν ὅμως νὰ μάθουν πόσαι εἶναι αἱ μεγάλαι δωρεαὶ τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς, αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται διαρκῶς ἐνώπιόν μας καὶ ἀποτελοῦν δεδικαιολογημένας ἀφορμὰς χαρᾶς. Ἐπλάσθημεν ὡς θεῖα ὄντα, ἐνῷ προηγουμένως δὲν ὑπήρχομεν. Ἐδημιουργήθημεν κατ’ εἰκόνα τοῦ Πλάστου. Ἔχομεν νοῦν καὶ λογικόν, τὰ ὁποῖα συμπληρώνουν τὴν φύσιν μας, διὰ τῶν ὁποίων ἐγνωρίσαμεν τὸν Θεόν. Καὶ παρατηροῦντες μεθοδικῶς τὰ κάλλη τῆς κτίσεως, δι’ αὐτῶν, ὡς ἐὰν ἦσαν γράμματα, ἀναγινώσκομεν τὴν μεγάλην σοφίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πρόνοιαν Αὐτοῦ διὰ πάντα. Εἴμεθα εἰς θέσιν νὰ διακρίνωμεν τὸ καλὸν ἀπὸ τοῦ κακοῦ. Ἐξ αὐτῆς τῆς φύσεώς μας ἔχομεν διδαχθῆ νὰ ἐκλέγωμεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶναι ὠφέλιμον δι’ ἡμᾶς καὶ νὰ ἀποφεύγωμεν ὅ,τι εἶναι βλαβερόν. Μολονότι ἀπεξενώθημεν ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ τῆς ἁμαρτίας, πάλιν ἀνεκλήθημεν πλησίον του διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Αὐτοῦ, λυτρωθέντες ἀπὸ τὴν ἄτιμον ὑποδούλωσίν μας εἰς τὸν διάβολον. Μᾶς ἐδόθησαν ἐλπίδες Ἀναστάσεως, ἀπολαύσεως ἀγγελικῶν ἀγαθῶν, ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τὰ ἐπηγγελμένα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ὑπερβαίνουν τὴν δύναμιν τοῦ νοῦ καὶ τοῦ λογικοῦ μας.

Διατὶ λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ νομίζωμεν ὅτι πάντα ταῦτα εἶναι ἀρκετὰ διὰ νὰ γίνουν αἰτία ἀτελειώτου χαρᾶς καὶ διαρκοῦς εὐφροσύνης, ἀλλὰ πρέπει νὰ πιστεύωμεν, ὅτι πραγματικὰ ζῇ μέσα εἰς τὴν χαρὰν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος γεμίζει τὴν κοιλίαν του καὶ ἀκούει ᾄσματα καὶ μουσικὴν καὶ ἐξηπλωμένος ἐπὶ μαλακῆς κλίνης ρογχαλίζει; Ἐγὼ ὅμως θὰ ἔλεγον, ὅτι δι’ αὐτοὺς πρέπουν τὰ δάκρυα ἐκ μέρους ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἔχουν νοῦν, ἐνῷ πρέπει νὰ μακαρίζωμεν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διέρχονται τὴν παροῦσαν ζωὴν μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ ἀνταλλάσσουν τὰ παρόντα μὲ τὰ αἰώνια,


Ὑποσημειώσεις

[1] Τὸν θρῆνον τοῦτον τοῦ Δαβὶδ διὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἰωνάθαν βλέπε ἐν τῇ Βʹ Βασιλειῶν, αʹ 17-27. Ἐχθρὸς δὲ τοῦ ὁποίου τὸν θάνατον ὁμοῦ μετὰ τοῦ Ἰωνάθαν ἔκλαυσεν ὁ Δαβίδ, εἶναι ὁ Σαοὺλ ὁ βασιλεύς, ὁ πατὴρ τοῦ Ἰωνάθαν. Ἀμφότεροι οὗτοι, καθὼς καὶ ἕτεροι δύο ἀκόμη υἱοὶ τοῦ Σαούλ, ὁ Ἀμιναδὰβ καὶ ὁ Μελχισὰ ἐφονεύθησαν κατὰ τὴν μάχην, ἥτις ἔλαβε χώραν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Γελβουέ. Βλέπε περὶ τούτου καὶ ἐν τῷ ὑφ’ ἡμῶν ἐκδοθέντι· «Ἐκλογαὶ καὶ Ἀπανθίσματα», ἐξ ἔργων τοῦ θείου Πατρὸς καὶ οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ἐν Λόγῳ ΚΘʹ «Περὶ Ἀκακίας καὶ Ἀνεξικακίας καὶ Ἀμνησικακίας», παρ. 43-44 καὶ ἑξ.

[2] Λυδία λίθος ὀνομάζεται μέλας λίθος, ὁμαλῆς ἐπιφανείας, χρησιμοποιούμενος ὑπὸ τῶν χρυσοχόων πρὸς ἔλεγχον τῆς εἰς χρυσὸν περιεκτικότητος τῶν χρυσῶν κοσμημάτων, νομισμάτων καὶ λοιπῶν χρυσῶν ἀντικειμένων. Ὁ λίθος οὗτος εἶναι μέλας ἴασπις, εὑρισκόμενος ἐν ἀφθονίᾳ εἰς τὴν Λυδίαν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἐξ ἧς ἔλαβε καὶ τὸ ὄνομα.