οἶκος γεμᾶτος ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά, τράπεζα πλήρης ἐξ ὅλων τῶν φαγητῶν, συγγενεῖς καὶ φίλοι οἱ ὁποῖοι μαζὶ μὲ ἡμᾶς ἀπολαμβάνουν τὰ ἀγαθά μας, ἀκροάματα καὶ θεάματα, τὰ ὁποῖα προξενοῦν εὐχαρίστησιν, ὑγεία ὅλων τῶν στενῶν συγγενῶν μας, καὶ κάθε εὐκολία τῆς ζωῆς αὐτῶν. Διότι δὲν μᾶς στενοχωροῦν μόνον ὅσα συμβαίνουν εἰς ἡμᾶς, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα στενοχωροῦν τοὺς φίλους καὶ τοὺς συγγενεῖς μας. Ὥστε ὅλα αὐτὰ μαζὶ δημιουργοῦν τὴν χαρὰν καὶ τὴν εὐθυμίαν τῆς ψυχῆς μας.
Πέραν τούτων ὅμως, ὅταν βλέπωμεν νὰ συμβαίνουν ἀτυχίαι εἰς τοὺς ἐχθρούς μας, ὅταν συμβαίνουν συμφοραὶ εἰς ὅσους θέλουν τὸ κακόν μας, ὅταν οἱ εὐεργέται μας εὐτυχοῦν καὶ μὲ μίαν λέξιν, ὅταν καμμίαν δυσκολίαν δὲν ἀντιμετωπίζωμεν ἐπὶ τοῦ παρόντος ἀλλὰ οὔτε καὶ περιμένομεν νὰ διαταράξῃ τὴν ζωήν μας μελλοντικῶς, τότε εἶναι δυνατὸν νὰ δημιουργῆται εἰς τὴν ψυχήν μας ἡ χαρά. Πῶς λοιπὸν μοῦ ἐδόθη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον ἡ ἐντολὴ νὰ ἐκτελῶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου προαίρεσιν, ἀλλ’ εἶναι ἐπακόλουθον πολλῶν ἄλλων περιστατικῶν, τὰ ὁποῖα προϋπάρχουν αὐτοῦ; Καὶ πῶς θὰ προσεύχωμαι διαρκῶς, ὅταν αἱ σωματικαὶ καὶ ὑλικαὶ ἀπαιτήσεις ἀναγκαίως ἀπασχολοῦν τὴν σκέψιν μου, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἀδύνατον ἡ σκέψις μας νὰ διασπᾶται καὶ νὰ ἀσχολῆται συγχρόνως μὲ δύο φροντίδας; Ἀλλ’ ὁ θεῖος Παῦλος διατάσσει ἀκόμη νὰ ἐκφράζωμεν ἀδιακόπως τὰς εὐχαριστίας μας πρὸς τὸν Θεόν. Θὰ εὐχαριστήσω λοιπόν, ὅταν στρεβλώνωνται τὰ μέλη μου, ὅταν δέρωμαι, ὅταν βασανίζωμαι δεδεμένος εἰς τὸν τροχὸν τοῦ βασανισμοῦ, ὅταν ἐξορύσσωνται οἱ ὀφθαλμοί μου; Θὰ εὐχαριστήσω, ὅταν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μὲ μισεῖ μοῦ προξενῇ σωματικὰς πληγάς; Ὅταν παγώνω ἀπὸ τὸ ψῦχος, ὅταν εἶμαι δεμένος εἰς τὸ βασανιστικὸν ξύλον, ὅταν χάσω ἔξαφνα ὅλα τὰ τέκνα μου, ὅταν ἔχω χάσει καὶ αὐτὴν τὴν γυναῖκα μου; Ὅταν ἐξαφνικὰ λόγῳ ναυαγίου χάσω τὴν περιουσίαν μου καὶ περιέλθω εἰς πτωχείαν; Ὅταν εἰς τὴν θάλασσαν πέσω εἰς τὰς χεῖρας πειρατῶν, ἢ εἰς τὴν ξηρὰν εἰς τὰς χεῖρας λῃστῶν; Ὅταν τὸ σῶμά μου εἶναι πληγωμένον, ὅταν μὲ συκοφαντοῦν, ὅταν ἐπαιτῶ;
Κατηγοροῦντες λοιπὸν τὸν νομοθέτην ὅσοι προβάλλουν τοιούτους ἰσχυρισμοὺς νομίζουν, ὅτι εὑρίσκουν πλήρη δικαιολογίαν διὰ τὰς παραλείψεις των, ὅταν ὑποστηρίζουν ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐκτελοῦνται ὅσα παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος. Τί θὰ ἀπαντήσωμεν, λοιπὸν εἰς αὐτούς;