Ὅτι ἐνῷ ὁ Ἀπόστολος ἀπέβλεπε πρὸς ἄλλους σκοποὺς καὶ ἐνῷ προσπαθεῖ νὰ ἀνυψώσῃ τὰς ψυχάς μας ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὰ οὐράνια ὕψη καὶ νὰ μεταθέσῃ ἡμᾶς εἰς τὸ οὐράνιον πολίτευμα, ὅσοι δὲν δύνανται νὰ συλλάβουν τὰς ὑψηλὰς σκέψεις τοῦ πνευματικοῦ νομοθέτου, ἕρποντες ὡς σκώληκες περὶ τὰ γήϊνα καὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας καὶ ἀπολαύσεις, προβάλλουν τὴν ἀπαίτησιν αἱ διαταγαὶ τοῦ Ἀποστόλου νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκτελεσθοῦν καὶ ἀπὸ αὐτούς. Ὁ Ἀπόστολος ὅμως προσκαλεῖ εἰς τὴν διαρκῆ χαρὰν ὄχι τὸν οἱονδήποτε, ἀλλὰ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι ὅμοιοι μὲ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δὲν ἔζη σαρκικῶς, ἀλλ’ ἔζη ἔχων ἐντὸς ἑαυτοῦ τὸν Χριστόν, ὥστε ἡ διαρκὴς ἕνωσις πρὸς τὸ ἀκρότατον τῶν ἀγαθῶν, ἤτοι τὸν Χριστόν, νὰ μὴ ἐπιδέχεται καμμίαν ἐνόχλησιν ἀπὸ τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας. Ἀλλὰ καὶ ἂν κατακόπτεται τὸ σῶμα μας πάλιν μένει ἕνα τμῆμα ἐξ αὐτοῦ, οἱ δὲ ἐκ τοῦ τεμαχισμοῦ προξενούμενοι πόνοι δὲν ἐπηρεάζουν τὸ πνευματικὸν μέρος, ἤτοι τὴν ψυχήν μας. Ἐὰν δηλαδὴ νεκρώσωμεν τὰ γήϊνα μέλη μας, σύμφωνα μὲ τὰς ἐντολὰς τοῦ Ἀποστόλου (Κολασ. γ’ 5), καὶ τὴν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ περιφέρωμεν εἰς τὸ σῶμα μας, ἀναγκαίως αἱ πληγαὶ τοῦ νεκροῦ σώματος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προχωρήσουν εἰς τὴν ψυχήν, ἡ ὁποία ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὴν ἕνωσιν μετ’ αὐτοῦ.
Προσβολαὶ δὲ καὶ ὑλικαὶ ζημίαι καὶ θάνατοι τῶν συγγενῶν μας δὲν θὰ κυριεύσουν τὴν σκέψιν οὔτε θὰ ἀποσπάσουν τὴν προσοχὴν τῆς πρὸς τὰ οὐράνια ἐστραμμένης ψυχῆς εἰς τὰ πρόσωπα, ποὺ συμπαθεῖ ἐδῶ εἰς τὴν γῆν. Διότι ἐὰν μὲν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θὰ περιέλθουν εἰς δυσκολίας σκέπτονται ὅπως σκέπτεται αὐτός, τὸν ὁποῖον ἀναφέρομεν, δὲν θὰ γίνουν ἀφορμὴ λύπης δι’ ἄλλους, ἀφοῦ καὶ οἱ ἴδιοι δὲν θὰ λυπηθοῦν διὰ τὰς ἀτυχίας των. Ἐὰν δὲ ζῶσι σαρκικῶς, ἤτοι ἀφωσιωμένοι εἰς τὰς ἀνάγκας καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ σώματος, οὔτε καὶ τότε δὲν θὰ προξενήσουν λύπην, ἀλλὰ θὰ θεωρηθοῦν μᾶλλον αὐτοὶ ἀξιολύπητοι ὄχι τόσον διὰ τὰς δυσκόλους περιστάσεις εἰς τὰς ὁποίας εὑρίσκονται, ὅσον διότι δὲν ἐπιδιώκουν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ προτιμοῦν. Ἡ ψυχὴ ὅμως, ἡ ὁποία ἅπαξ συνεδέθη μὲ τὸν πόθον τοῦ Κτίστου αὐτῆς, καὶ ἡ ὁποία ἔχει συνηθίσει νὰ εὐφραίνεται σκεπτομένη τὰ κάλλη ἐκεῖνα, δὲν θὰ μεταβάλῃ τὴν χαρὰν καὶ τὴν εὐδιαθεσίαν της ἀπὸ τὰς διαφόρους μεταβολὰς τῶν σαρκικῶν παθημάτων, ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἰς τοὺς ἄλλους προξενοῦν λύπην, εἰς αὐτὴν θὰ γίνουν ἀφορμὴ νὰ προσθέσῃ νέαν εὐφροσύνην εἰς τὴν χαράν της.