Ὅπως δηλαδὴ οἱ σκώληκες ἀναπτύσσονται κατ’ ἐξοχὴν εἰς τὰ μαλακώτερα ξύλα, τοιουτοτρόπως καὶ αἱ λύπαι ριζώνουν εἰς τοὺς πλέον ἀδυνάτους κατὰ τὸν χαρακτῆρα ἀνθρώπους. Μήπως ὁ Ἰὼβ εἶχε καρδίαν κατεσκευασμένην ἀπὸ ἀδάμαντα; Μήπως δηλαδὴ τὰ σπλάγχνα του ἦσαν ἀπὸ πέτραν; Εἰς μίαν στιγμὴν ἀπέθαναν καὶ τὰ δέκα τέκνα του, καταπλακωθέντα μέσα εἰς τὴν οἰκίαν ὅπου διεσκέδαζον, τὴν ὥραν ποὺ εὑρίσκοντο εἰς χαρὰν καὶ εὐφροσύνην, ὅταν ὁ διάβολος ἐκρήμνισεν ἐπ’ αὐτῶν τὴν οἰκίαν ἐκείνην διὰ σεισμοῦ. Εἶδε τὴν τράπεζαν γεμάτην αἵματα. Εἶδε τὰ παιδιά του, τὰ ὁποῖα ἐγεννήθησαν κατὰ διάφορα χρονικὰ διαστήματα, νὰ ἀποθνῄσκουν ὅλα μαζὶ τὴν ἰδίαν στιγμὴν καὶ κατὰ τὸν ἴδιον τραγικὸν τρόπον. Ἐν τούτοις δὲν ἐξεφώνισε, δὲν ἀνέσπασε τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς του, δὲν ἐξέβαλεν ἀπρεπεῖς καὶ ἀναρμόστους κραυγάς, ἀλλ’ ἀπέδωσε τὴν ἀξιομνημόνευτον ἐκείνην καὶ ὑπὸ ὅλων ἐπαινουμένην εὐχαριστίαν πρὸς τὸν Θεόν. Ὁ Κύριος μοῦ τὰ ἔδωσεν, ὁ Κύριος μοῦ τὰ ἀφῄρεσεν· ὅπως ἐφάνη καλὸν εἰς τὸν Θεόν, οὕτω καὶ ἔγινεν· ἂς εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένον (Ἰὼβ α’ 21).
Μήπως ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ Ἰώβ, ἦτο ἀνίκανος νὰ αἰσθανθῇ συμπόνιαν; Καὶ πῶς ἦτο δυνατὸν τοῦτο, ἀφοῦ ὁ ἴδιος λέγει διὰ τὸν ἑαυτόν του; Ἐγὼ ἔκλαυσα διὰ πάντα εἰς ἀνάγκην εὑρισκόμενον (Ἰὼβ λ’ 25). Μήπως ὅμως ἐψεύδετο, ὅταν ἔλεγε ταῦτα; Ὄχι, διότι τοῦτο τὸ βεβαιώνει ἡ δήλωσις, ὅτι μαζὶ μὲ τὰς ἄλλας ἀρετάς του ἦτο καὶ φιλαλήθης. Ὅπως λέγει δηλαδὴ ἡ Γραφή, ὁ Ἰὼβ ἦτο ἄνθρωπος ἀληθινός, ἄμεμπτος, δίκαιος θεοσεβὴς (Ἰὼβ α’ 2). Ἐνῷ σὺ θρηνεῖς ὑπερβολικὰ καὶ λέγεις διάφορα μυρολόγια, τὰ ὁποῖα ἔχουν γίνει ἀκριβῶς διὰ νὰ προξενοῦν θλῖψιν καὶ μὲ σπαρακτικὰς κραυγὰς φαίνεται ὡς ἐὰν θέλῃς νὰ φθείρῃς τὴν ψυχήν σου, καὶ ὅπως οἱ ἠθοποιοὶ προσέρχονται εἰς τὸ θέατρον μὲ ἰδιαιτέραν ἐμφάνισιν καὶ ἐνδυμασίαν, τοιουτοτρόπως καὶ σὺ νομίζεις ὅτι ἡ ἐμφάνισις, ἡ ὁποία ἁρμόζει εἰς τὸν πενθοῦντα, εἶναι τὸ μαῦρον ἔνδυμα καὶ ἡ ἄπλυτος καὶ ἀκτένιστος κόμη, καὶ τὸ σκότος μέσα εἰς τὴν οἰκίαν του, καὶ ἡ ρυπαρότης καὶ ἡ κόνις καὶ τὸ θλιβερὸν ὕφος, τὰ ὁποῖα διατηροῦν πάντοτε ἰσχυρὰν τὴν θλῖψιν εἰς τὴν ψυχήν. Αὐτὰ ἄφησε νὰ τὰ κάμνουν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμμίαν ἐλπίδα. Σὺ ὅμως ἔμαθες περὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐκοιμήθησαν ἐν Χριστῷ, ὅτι τὸ ἀνθρώπινον σῶμα τὸ ὁποῖον θάπτεται εἰς τὴν γῆν ὡς φθαρτόν, τοῦτο θὰ ἀναστηθῇ ἄφθαρτον κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν. Σπείρεται ἀσθενές, διὰ νὰ ἐγερθῇ ἐν δυνάμει. Θάπτεται σῶμα ψυχικὸν καὶ ἐγείρεται σῶμα πνευματικὸν (Α’ Κορ. ιε’ 42-44).