Διατὶ λοιπὸν κλαίεις ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν ἁπλῶς διὰ νὰ μεταβάλῃ ἐμφάνισιν; Οὔτε καὶ διὰ τον ἑαυτόν σου νὰ κλαίῃς, διότι ἐστερήθης τὸν βοηθὸν τοῦ ὁποίου εἶχες ἀνάγκην εἰς τὴν ζωήν. Διότι καλὸν εἶναι, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, νὰ ἔχῃς τὰς ἐλπίδας σου εἰς τὸν Θεὸν καὶ ὄχι εἰς ἄνθρωπον (Ψαλμ. ριζ’ 9). Μήτε ἐκεῖνον νὰ κλαίῃς, ὅτι τάχα ἔπαθε μέγα κακόν. Διότι μετ’ ὀλίγον καιρὸν θὰ τὸν ἐξυπνήσῃ ἡ σάλπιγξ, ἡ ὁποία θὰ ἠχήσῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ θὰ τὸν ἴδῃς νὰ ἐμφανίζεται ἐνώπιον τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ. Ἄφησε λοιπὸν αὐτὰς τὰς κραυγάς, αἱ ὁποῖαι μόνον εἰς τοὺς ἀπαιδεύτους ἁρμόζουν. Τό, ἀλλοίμὸνον εἰς ἐμέ, ποία ἀπροσδόκητος συμφορὰ μὲ εὗρε! Καὶ τό, ποῖος ἤλπιζε ποτὲ νὰ γίνουν τοιαῦτα πράγματα; Καί, πότε ἐπερίμενα ἐγὼ ὅτι θὰ ἔθαπτον εἰς τὸν τάφον τὸ τόσον ἀγαπητὸν πρόσωπόν σου; Αὐτὰ δηλαδὴ καὶ ἀπὸ ἄλλον ἐὰν τὰ ἠκούομεν λεγόμενα, θὰ ἔπρεπε νὰ κοκκινίζωμεν ἀπὸ ἐντροπὴν καὶ διότι θὰ ἔπρεπε νὰ ἐνθυμούμεθα ὅσα ἔχουν συμβῆ ἕως τώρα καὶ ἀπὸ ὅσα ἔχομεν μάθει.
Οὔτε λοιπὸν τυχὸν πρόωρος θάνατος οὔτε ἄλλα ἀτυχήματα, τὰ ὁποῖα μᾶς εὑρίσκουν χωρὶς νὰ τὸ περιμένωμεν, θὰ καταπλήξουν ἡμᾶς, οἱ ὁποῖοι ἔχομεν διδαχθῆ τὸν λόγον τῆς εὐσεβείας. Εἶχον, λέγεις, υἱὸν εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς νεότητός του, ὁ ὁποῖος ἦτο ὁ μοναδικὸς κληρονόμος μου, ἡ παρηγορία τῶν γηρατείων μου, τὸ στόλισμα τῆς οἰκογενείας μου, τὸ ἄνθος τῶν συνομηλίκων του, τὸ στήριγμα τῆς οἰκίας μου, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του. Τοῦτον μοῦ τὸν ἥρπασεν ὁ θάνατος καὶ ἀπῆλθεν ἐκ τῆς παρούσης ζωῆς. Χῶμα καὶ σκόνη ἔγινεν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μέχρι πρὸ ὀλίγου μὲ τοὺς λόγους του ηὐχαρίστει τὰ ὦτα μου καὶ μὲ τὴν ἐμφάνισίν του ἀπετέλει εὐχάριστον θέαμα διὰ τοὺς ὀφθαλμούς μου. Καὶ λοιπὸν τί θὰ κάμω; Θὰ ξεσχίσω τὰ ἐνδύματά μου καὶ θὰ καταδεχθῶ ποτὲ νὰ κυλίωμαι εἰς τὸ χῶμα καὶ νὰ θρηνῶ μεγαλοφώνως καὶ νὰ ὑποφέρω καὶ νὰ ἐμφανίζωμαι εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶναι παρόντες, ὡς μικρὸν παιδίον, τὸ ὁποῖον ξεφωνίζει καὶ σπαρταρᾷ ὅταν τὸ δέρουν; Ἢ μήπως, σκεπτόμενος ὅτι, ὅσα συνέβησαν, ἦτο ἀναγκαῖον νὰ γίνουν, ὅτι ὁ νόμος τοῦ θανάτου εἶναι ἀπαράβατος, ὅτι οὗτος ἐπισυμβαίνει εἰς πᾶσαν ἡλικίαν καὶ ὅτι διαλύει τὰ πάντα, δὲν πρέπει νὰ παραξενευθῶ δι’ αὐτὸ τὸ ὁποῖον συνέβη καὶ εἰς ἐμέ; Ὄχι βεβαίως, δὲν πρέπει νὰ χάσω τὸν νοῦν μου, ὡς ἐὰν συντερίβην ἀπὸ κάποιαν ἀπροσδόκητον πληγήν, ἐφ’ ὅσον ἀπὸ πολλοῦ ἤδη χρόνου γνωρίζω ὅτι ἐφ’ ὅσον ἐγὼ εἶμαι θνητός, θνητὸς ἦτο καὶ ὁ υἱός μου καὶ ὅτι οὐδὲν ἐκ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων εἶναι σταθερὸν οὔτε εἶναι φυσικὸν κάτι νὰ μένῃ αἰωνίως εἰς χεῖρας ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τὸ ἀπέκτησαν.