ἔστω καὶ ἂν ὅσοι εἶναι ἡνωμένοι μὲ τὸν Θεὸν ζοῦν μέσα εἰς τὰς φλόγας, ὅπως οἱ Τρεῖς Παῖδες κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς αἰχμαλωσίας τῆς Βαβυλῶνος, ἔστω καὶ ἂν εἶναι κλεισμένοι μαζὶ μὲ λέοντας, ἔστω καὶ ἂν κατεπόθησαν ἀπὸ θαλάσσιον κῆτος, αὐτοὶ πρέπει νὰ μακαρίζωνται ἀπὸ ἡμᾶς καὶ νὰ διατελοῦν διαρκῶς μέσα εἰς τὴν χαράν, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑποφέρουν διὰ τὰς δυσκολίας τῆς παρούσης ζωῆς, ἀλλ’ εὐφραίνονται μὲ τὴν ἐλπίδα τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα εἶναι προητοιμασμένα δι’ ἡμᾶς.
Ἔχω δηλαδὴ τὴν γνώμην, ὅτι ὁ καλὸς ἀγωνιστής, ἀφοῦ ἅπαξ εἰσῆλθεν εἰς τὸ στάδιον τῆς εὐσεβείας, πρέπει νὰ ὑποφέρῃ γενναίως τὰς πληγὰς τῶν ἀντιπάλων μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς δόξης, τὴν ὁποίαν προξενοῦν οἱ στέφανοι τῆς νίκης. Διότι καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν συνηθίσει εἰς τοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνας καὶ τοὺς κόπους τῆς παλαίστρας δὲν διστάζουν νὰ ἀποδυθοῦν εἰς τοὺς ἀγῶνας σκεπτόμενοι τοὺς πόνους ἐκ τῶν σωματικῶν πληγῶν, ἀλλ’ ὁρμοῦν ἐναντίον τῶν ἀντιπάλων των παρακινούμενοι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς νίκης, ἀδιαφοροῦντες διὰ τοὺς πόνους, τοὺς ὁποίους δοκιμάζουν ἐκείνην τὴν στιγμήν. Τοιουτοτρόπως καὶ διὰ τὸν σπουδαῖον, καὶ ἂν τοῦ συμβῇ κάτι κακόν, τοῦτο δὲν θὰ ἐπισκιάσῃ τὴν χαράν του. Διότι ἡ θλῖψις κατεργάζεται τὴν ὑπομονήν· ἡ δὲ ὑπομονὴ τὴν δοκιμήν· ἡ δὲ δοκιμὴ τὴν ἐλπίδα· ἡ δὲ ἐλπὶς οὐδέποτε καταισχύνει (Ρωμ. ε’ 3-5). Διὰ τοῦτο καὶ ἄλλοτε ἐλάβομεν ἐντολὴν παρὰ τοῦ ἰδίου Ἀποστόλου νὰ ὑπομένωμεν εἰς τὰς θλίψεις καὶ νὰ χαίρωμεν διὰ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν (Ρωμ. ιβ’ 12). Ἡ ἐλπὶς λοιπὸν εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία κάμνει, ὥστε ἡ χαρὰ νὰ μένῃ μονίμως εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ σπουδαίου.
Ἀλλ’ ὁ ἴδιος αὐτὸς Ἀπόστολος μᾶς παραγγέλλει, ὅτι πρέπει νὰ κλαίωμεν μαζὶ μὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι κλαίουν (Ρωμ. ιβ’ 15)· καὶ ὅταν ἔγραφε πρὸς τοὺς Φιλιππησίους, ἔκλαιε διὰ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ (Φιλιπ. γ’ 18). Καὶ τί πρέπει νὰ εἴπωμεν διὰ τὸν Ἱερεμίαν, ὁ ὁποῖος ἔκλαιεν; Καὶ διὰ τὸν Ἰεζεκιήλ, ὁ ὁποῖος κατ’ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἔγραφε θρήνους ἀρχόντων (κεφ. λ’-λβ’) καὶ διὰ πολλοὺς ἐκ τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἐστέναζον; Ἀλλοίμονον, μητέρα μου, διατί μὲ ἐγέννησες; (Ἱερ. ιε’ 10). Καὶ ἀλλοίμονον, ἐχάθη ὁ εὐσεβὴς ἀπὸ τὴν γῆν καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος νὰ κατορθώνῃ τὴν ἀρετὴν (Μιχ. ζ’ 2). Καὶ ἀλλοίμονον, ὅτι ἔγινα ὅπως ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μαζεύει τὴν καλάμην τοῦ σίτου κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ θερισμοῦ (αὐτ. 1). Καὶ ἐρεύνησον τὰς φωνὰς τῶν Δικαίων, καὶ ἐὰν κάπου συναντήσῃς κάποιον ἐξ αὐτῶν, ὁ ὁποῖος νὰ ἐκβάλῃ θλιβερὰν φωνήν, θὰ πεισθῇς ὅτι ὅλοι παραπονοῦνται ἐναντίον τοῦ κόσμου τούτου καὶ τῆς παρούσης ζωῆς, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη δυστυχίαν.