Ἔπαθες ὑλικὴν ζημίαν; Ἀλλὰ στρέψε τὸ βλέμμα πρὸς τὸν οὐράνιον πλοῦτον καὶ τὸν θησαυρόν, τὸν ὁποῖον ἔχεις καταθέσει ἐκεῖ διὰ τῶν καλῶν ἔργων σου. Ἐξωρίσθης ἀπὸ τὴν πατρίδα σου; Ἀλλ’ ἔχεις πατρίδα τὴν ἐπουράνιον Ἱερουσαλήμ. Ἔχασες τὸ παιδί σου; Ἀλλ’ ἔχεις τοὺς Ἀγγέλους, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ παρασταθῇς γύρω ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ τὸν ὑμνήσῃς καὶ θὰ δοκιμάσῃς τὴν αἰώνιον εὐφροσύνην.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, ὅταν εἰς τὰς θλίψεις τῆς παρούσης ζωῆς ἀντιπαραθέτῃς τὰ ἀγαθὰ ποὺ σὲ περιμένουν εἰς τοὺς οὐρανούς, θὰ παραμείνῃς ἀπηλλαγμένος ἀπὸ λύπας καὶ θὰ διατηρήσῃς τὴν ἀταραξίαν τῆς ψυχῆς σου, εἰς τὴν τήρησιν τῶν ὁποίων μᾶς καλεῖ ἡ νομοθεσία τοῦ Ἀποστόλου. Οὔτε ὅσα εἶναι εὐχάριστα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα νὰ προκαλοῦν εἰς τὴν ψυχὴν σου ὑπερβολικὴν χαράν, οὔτε ὅσα φέρουν λύπην νὰ καταρρίπτουν τὸ ἠθικόν σου καὶ τὸ θάρρος σου μὲ τὴν κατήφειαν καὶ τὴν συστολήν. Διότι ἐὰν δὲν εἶσαι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον προητοιμασμένος διὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃς τὴν ζωήν, οὐδέποτε θὰ ζήσῃς ζωὴν ἥσυχον καὶ ἀτάραχον. Αὐτὸ δὲ θὰ τὸ κατορθώσῃς εὔκολα, ἐὰν διατηρῇς συνεχῶς εἰς τὴν σκέψιν σου τὴν ἐντολὴν τοῦ Ἀποστόλου, ἡ ὁποία σοῦ συνιστᾷ νὰ χαίρῃς διαρκῶς, ἀπομακρύνων μὲν ἀπὸ τὴν σκέψιν σου ὅσα στενοχωροῦν τὴν σάρκα, συγκεντρώνων δὲ εἰς αὐτὴν ὅσα εὐφραίνουν τὴν ψυχήν, ὑπερβαίνων μὲν τὴν αἴσθησιν τὴν παρόντων, στρέφων δὲ τὸν νοῦν σου διαρκῶς πρὸς τὴν ἐλπίδα τῶν αἰώνιων ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα καὶ μόνον ἐὰν τὰ φαντάζεται κανείς, εἶναι ἱκανὰ νὰ γεμίσουν μὲ εὐφροσύνην τὴν ψυχὴν καὶ νὰ κατοικίσουν εἰς τὴν ψυχήν μας τὴν ἀγαλλίασιν τῶν Ἀγγέλων· ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. ᾯ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.