Λόγος περὶ Εὐχαριστίας, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.

Μάλιστα συμβαίνει τὸ ἀντίθετον· τὴν καθιστοῦν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον μεγαλυτέραν, ἐπειδὴ ὁ Κύριος τοὺς ἀξιώνει, τῆς ἰδικῆς του χαρᾶς διὰ τὰ δάκρυα τὰ ὁποῖα χύνουν χάριν τῶν ἀδελφῶν των. Διὰ τοῦτο λέγει, ὅτι εἶναι μακάριοι οἱ κλαίοντες καὶ μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ γελάσουν (Ματθ. ε’ 4, Λουκ. ϛ’ 21). Γέλωτα δὲ λέγει ὄχι τὸν κρότον, ὁ ὁποῖος γίνεται διὰ τῶν παρειῶν ἐκ τῆς ἀναταραχῆς τοῦ αἵματος, ἀλλὰ τὴν καθαρὰν ἱλαρότητα τοῦ προσώπου, τὴν ἀπηλλαγμένην ἀπὸ πᾶσαν σκυθρωπότητα. Συγχωρεῖ λοιπὸν ὁ Ἀπόστολος νὰ κλαίωμεν μαζὶ μὲ τοὺς κλαίοντας, ἐπειδὴ τρόπον τινὰ τὸ δάκρυον αὐτὸ γίνεται σπέρμα καὶ δάνεισμα τῆς αἰωνίου χαρᾶς. Κάμε μου τὴν χάριν νὰ ἀνέλθῃς μὲ τὴν διάνοιάν σου εἰς τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν καὶ πρόσεξε τὴν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκονται οἱ Ἄγγελοι, καὶ εἰπέ μου ἐὰν ταιριάζῃ δι’ αὐτοὺς καμμία ἄλλη κατάστασις, ἐκτὸς τοῦ νὰ χαίρουν καὶ νὰ εἶναι διαρκῶς εὐδιάθετοι, διότι ἔχουν ἀξιωθῆ νὰ εὑρίσκωνται κοντὰ εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τὸ ἀνέκφραστον κάλλος καὶ τὴν δόξαν τοῦ Κτίστου μας. Διὰ τὴν ἀπόκτησιν λοιπὸν ἐκείνης τῆς ζωῆς παρακινῶν ἡμᾶς ὁ θεῖος Ἀπόστολος, μᾶς παρήγγειλε νὰ χαίρωμεν πάντοτε.

Ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ ὅτι ἐδάκρυσεν ὁ Κύριος διὰ τὸν Λάζαρον καὶ διὰ τὴν Ἱερουσαλὴμ τοῦτο ἔχομεν νὰ εἴπωμεν, ὅτι καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιεν ὄχι διότι ὁ ἴδιος εἶχεν ἀνάγκην τῆς τροφῆς καὶ τοῦ ποτοῦ, ἀλλὰ τὸ ἔκαμε διὰ νὰ δώσῃ εἰς ἡμᾶς μέτρα καὶ ὅρους τῶν διαφόρων ψυχικῶν ἐκδηλώσεων, αἱ ὁποῖαι ἀναγκαίως συμβαίνουν. Τοιουτοτρόπως λοιπὸν καὶ ἐδάκρυσε, διὰ νὰ δώσῃ ὑπόδειγμα εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν τοὺς ὀδυρμοὺς καὶ τοὺς θρήνους καὶ νὰ διορθώσῃ τὰς ὑπερβολάς των. Ὅπως δηλαδὴ καὶ πολλὰ ἄλλα, οὕτω καὶ τὸ δάκρυον ἔχει ἀνάγκην τοῦ μέτρου ποὺ ἐπιβάλλει ἡ λογική, διὰ ποῖον λόγον νὰ κλαίωμεν καὶ ἐπὶ πόσον χρόνον καὶ πότε καὶ ὅπως ἁρμόζει. Ὅτι δὲ τὸ δάκρυον τοῦ Κυρίου δὲν προήρχετο ἀπὸ ψυχικὸν κλονισμόν, ἀλλ’ εἶχε σκοπὸν διδακτικόν, εἶναι φανερὸν ἀπὸ τοὺς λόγους του· «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται, ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἑξυπνήσω αὐτὸν» (Ἰωάν. ια’ 11). Ποῖος ἀπὸ ἡμᾶς κλαίει τὸν φίλον του διότι κοιμᾶται, ὁ ὁποῖος περιμένει νὰ ἐξυπνήσῃ μετ’ ὀλίγον; Λάζαρε, ἔξελθε. Καὶ ὁ νεκρὸς ἐπανῆλθεν εἰς τὴν ζωήν· καὶ δεδεμένος περιεπάτει. Θαῦμα ἠκολούθησε τὸ θαῦμα, οἱ πόδες νὰ εἶναι δεδεμένοι μὲ τὰς νεκρικὰς ταινίας καὶ νὰ μὴ ἐμποδίζωνται εἰς τὴν κίνησιν. Διότι ἡ δύναμις, ἡ ὁποία τοὺς ἐκίνει, ἦτο ἰσχυροτέρα ἀπὸ τὸ ἐμπόδιον.


Ὑποσημειώσεις

[1] Τὸν θρῆνον τοῦτον τοῦ Δαβὶδ διὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἰωνάθαν βλέπε ἐν τῇ Βʹ Βασιλειῶν, αʹ 17-27. Ἐχθρὸς δὲ τοῦ ὁποίου τὸν θάνατον ὁμοῦ μετὰ τοῦ Ἰωνάθαν ἔκλαυσεν ὁ Δαβίδ, εἶναι ὁ Σαοὺλ ὁ βασιλεύς, ὁ πατὴρ τοῦ Ἰωνάθαν. Ἀμφότεροι οὗτοι, καθὼς καὶ ἕτεροι δύο ἀκόμη υἱοὶ τοῦ Σαούλ, ὁ Ἀμιναδὰβ καὶ ὁ Μελχισὰ ἐφονεύθησαν κατὰ τὴν μάχην, ἥτις ἔλαβε χώραν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Γελβουέ. Βλέπε περὶ τούτου καὶ ἐν τῷ ὑφ’ ἡμῶν ἐκδοθέντι· «Ἐκλογαὶ καὶ Ἀπανθίσματα», ἐξ ἔργων τοῦ θείου Πατρὸς καὶ οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ἐν Λόγῳ ΚΘʹ «Περὶ Ἀκακίας καὶ Ἀνεξικακίας καὶ Ἀμνησικακίας», παρ. 43-44 καὶ ἑξ.

[2] Λυδία λίθος ὀνομάζεται μέλας λίθος, ὁμαλῆς ἐπιφανείας, χρησιμοποιούμενος ὑπὸ τῶν χρυσοχόων πρὸς ἔλεγχον τῆς εἰς χρυσὸν περιεκτικότητος τῶν χρυσῶν κοσμημάτων, νομισμάτων καὶ λοιπῶν χρυσῶν ἀντικειμένων. Ὁ λίθος οὗτος εἶναι μέλας ἴασπις, εὑρισκόμενος ἐν ἀφθονίᾳ εἰς τὴν Λυδίαν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἐξ ἧς ἔλαβε καὶ τὸ ὄνομα.