Ἀλλοίμονον, ὅτι ἡ διαμονή μου εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἐκράτησε πολὺν καιρὸν (Ψαλμ. ριθ’ 5). Διότι ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποθάνῃ καὶ νὰ ζῇ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν (Φιλιπ. α’ 23). Δυσανασχετεῖ λοιπὸν ἐναντίον τῆς παρατάσεως τῆς παρούσης ζωῆς του, τὴν ὁποίαν θεωρεῖ ὡς ἐμπόδιον τῆς πραγματικῆς χαρᾶς. Ὁ δὲ Δαβὶδ μᾶς ἄφησε καὶ μελοποιημένον τὸν θρῆνον του διὰ τὸν θάνατον τοῦ φίλου του Ἰωνάθαν, καὶ κοντὰ εἰς αὐτὸν ἐθρήνησε καὶ διὰ τὸν ἐχθρόν του [1]. Πονῶ διὰ τὸν θάνατόν σου, ἀδελφέ μου Ἰωνάθαν, καὶ σεῖς, θυγατέρες τοῦ Ἰσραήλ, κλαύσατε διὰ τὸν θάναιον τοῦ Σαοὺλ (Β’ Βασ. α’ 17-27). Τὸν Σαοὺλ βεβαίως τὸν κλαίει, διότι ἀπέθανε βυθισμένος, εἰς τὴν ἁμαρτίαν, τὸν δὲ Ἰωνάθαν, διότι ὅλην του τὴν ζωὴν τὴν ἔζησε μαζί του. Καὶ τί χρειάζεται νὰ λέγω περισσότερα; Καὶ ὁ Κύριος ἐδάκρυσε διὰ τὸν Λάζαρον (Ἰωάν. ια’ 35), ἐδάκρυσεν ἀκόμη καὶ διὰ τὴν Ἱερουσαλὴμ (Λουκ. ιθ’ 41). Ὁ ἴδιος δὲ μακαρίζει τοὺς πενθοῦντας καὶ τοὺς κλαίοντας (Ματθ. ε’ 4, Λουκ. ϛ’ 21).
Πῶς συμφωνοῦν ὅλα αὐτά, λέγουν, μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ Ἀποστόλου νὰ χαίρωμεν πάντοτε; Διότι τὰ δάκρυα καὶ ἡ χαρὰ δὲν προέρχονται ἀπὸ τὰ ἴδια αἴτια. Τὸ μὲν δάκρυον βεβαίως προέρχεται ἐκ τῆς θλίψεως, τὴν ὁποίαν προξενεῖ εἰς τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν κάποια ἀθέλητος συμφορά, ὡσὰν νὰ μᾶς πληγώνῃ. Ἐνῷ ἡ χαρὰ ὁμοιάζει μὲ σκίρτημα τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εὐφραίνεται, διότι ὅλα ἔρχονται ὅπως τὰ θέλει. Διὰ τοῦτο καὶ αἱ σωματικαὶ ἐκδηλώσεις τῆς θλίψεως καὶ τῆς χαρᾶς εἶναι διαφορετικαί. Ἡ ὄψις δηλαδὴ καὶ ἡ ἐμφάνισις ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι κατέχονται ἀπὸ κάποιαν λύπην, εἶναι πελιδνὴ καὶ ὠχρὰ καὶ παγερή· ἐνῷ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι κατέχονται ἀπὸ κάποιαν χαράν, τὸ πρόσωπον φαίνεται ζωηρὸν καὶ ρόδινον, ὡς ἐὰν ἡ ψυχὴ νὰ πηδᾷ ἀπὸ τὴν χαράν της καὶ νὰ θέλῃ νὰ πηδήσῃ ἔξω τοῦ σώματος παρακινουμένη ἀπὸ τὴν ἡδονήν. Εἰς αὐτὰ λοιπὸν θὰ ἀπαντήσωμεν ὅτι καὶ οἱ θρῆνοι καὶ τὰ δάκρυα τῶν Ἁγίων εἶχον ὡς αἰτίαν τὴν ἀγάπην των πρὸς τὸν Θεόν. Ἔχοντες ἐστραμμένα τὰ ὄμματα τῆς ψυχῆς διαρκῶς πρὸς τὸ ἀντικείμενον τῆς ἀγάπης των, δηλαδὴ τὸν Θεόν, καὶ ἐξ αὐτοῦ αὐξάνοντες διαρκῶς τὴν εὐφροσύνην, ἡ ὁποία ἐνεφώλευεν εἰς τὴν ψυχήν των, ἐφρόντιζον διὰ τὸ καλὸν τῶν ὁμοδούλων των, πενθοῦντες διὰ τοὺς ἁμαρτάνοντας καὶ διορθώνοντες αὐτοὺς μὲ τὰ δάκρυά των.
Ὅπως δὲ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἵστανται εἰς τὸν αἰγιαλόν, ὑποφέρουν μὲν μαζὶ μὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ναυαγήσαντες παλαίουν μὲ τὰ κύματα, δὲν διακινδυνεύουν ὅμως τὴν προσωπικήν των ἀσφάλειαν μὲ τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ δεικνύουν διὰ τοὺς ναυαγούς, οὕτω καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι λυποῦνται διὰ τὰ ἁμαρτήματα τῶν πλησίον των, δὲν ἐξαφανίζουν τὴν ἰδικήν των εὐφροσύνην.