Λόγος περὶ Εὐχαριστίας, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.

Καὶ ἐξ ἄλλων οἱ ὁποῖοι περιέπεσαν εἰς μέγιστα κακά, ἄλλοι μὲν ἔπαθον ἀποπληξίας ἢ παραλύσεις, ἄλλοι δὲ καὶ ἀπέθανον, ὡς ἐὰν συνετρίβη ἡ δύναμις τοῦ σώματός των, ὡς κάποιο ἀδύνατον στήριγμα, ἀπὸ τὴν μεγάλην λύπην των. Ἐκεῖνο δηλαδὴ τὸ ὁποῖον εἶναι δυνατὸν νὰ ἴδωμεν συμβαῖνον μὲ τὴν φωτιάν, νὰ καταπνίγεται αὕτη ὑπὸ τοῦ καπνοῦ, ὁ ὁποῖος παράγεται κατὰ τὴν καῦσιν, ὅταν ὁ καπνὸς αὐτὸς δὲν φεύγῃ, ἀλλὰ συσσωρεύεται γύρω ἀπὸ τὰς φλόγας, τὸ ἴδιον ἀκριβῶς λέγουν ὅτι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν δύναμιν, ἡ ὁποία διατηρεῖ κάθε ζωντανὸν πλάσμα εἰς τὴν ζωήν. Ἡ δύναμις αὐτὴ δηλαδὴ ἀπομαραίνεται ὑπὸ τῆς λύπης καὶ εἰς τὸ τέλος σβύνει, ὅταν δὲν φεύγῃ διὰ νὰ σκορπισθῇ πρὸς τὰ ἔξω.

Ἂς μὴ προβάλλουν λοιπὸν τὸ δάκρυον τοῦ Κυρίου ὡς ἐπιχείρημα διὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀδυναμίαν των ἐκεῖνοι, εἰς τοὺς ὁποίους ἀρέσουν αἱ ζωηραὶ ἐκδηλώσεις τῆς λύπης. Διότι ὅπως τὸ φαγητόν, τὸ ὁποῖον ἔφαγεν ὁ Κύριος, δὲν ἀποτελεῖ δι’ ἡμᾶς ἀφορμὴν διὰ νὰ γίνωμεν λαίμαργοι, ἀλλ’ ἀντιθέτως εἶναι τὸ τελειότερον παράδειγμα τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς λιτότητος, τοιουτοτρόπως καὶ τὸ δάκρυον τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι ἐντολὴ διὰ νὰ θρηνοῦμεν, ἀλλὰ ἕνα σεμνότατον μέτρον καὶ ἀκριβὴς κανών, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζωμεν τὰς λύπας κατὰ τρόπον σεμνὸν καὶ κόσμιον, διατηροῦντες τοὺς ὅρους τῆς φύσεως. Οὔτε λοιπὸν εἰς τὰς γυναῖκας οὔτε εἰς τοὺς ἄνδρας ἐπιτρέπονται τὸ ὑπερβολικὸν πένθος καὶ τὰ πολλὰ δάκρυα, ἀλλὰ τόσα μόνον, ὅσα εἶναι ἀρκετὰ διὰ νὰ ἀποδιώξουν τὴν σκυθρωπότητα, τὴν ὁποίαν μᾶς προξενοῦν αἱ λύπαι, καὶ νὰ ὑπομένωμεν αὐτὰς μὲ ἡσυχίαν, χωρὶς νὰ κραυγάζωμεν, χωρὶς νὰ ξεφωνίζωμεν, χωρὶς νὰ σχίζωμεν τὰ ἐνδύματά μας, χωρὶς νὰ ρίπτωμεν στάκτην εἰς τὰς κεφαλάς μας, καὶ γενικῶς χωρὶς νὰ κάμνωμεν τίποτε ἀπὸ ὅσα κάμνουν μόνον καὶ μόνον δι’ ἐπίδειξιν ὅσοι ἀγνοοῦν τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα μᾶς περιμένουν εἰς τοὺς οὐρανούς.

Πρέπει δηλαδὴ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει καθαρίσει τὴν ψυχήν του, μὲ τὴν θείαν διδασκαλίαν, νὰ περιφράξῃ τὸν ἑαυτόν του μὲ τὸν ὀρθὸν λόγον, ὡς μὲ ἰσχυρὸν τεῖχος καὶ νὰ ἀποδιώκῃ ἀπὸ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν σκέψιν του μὲ γενναιότητα καὶ καρτερίαν τὰς προσβολὰς τῶν τοιούτων συμφορῶν, καὶ ὄχι καθήμενος ἀδρανὴς καὶ ἐξουθενωμένος ψυχικῶς νὰ ἀφήνῃ νὰ τὸν κυριεύῃ τὸ πλῆθος τῶν θλίψεων. Διότι τὸ νὰ κατακυριεύεται κανεὶς καὶ νὰ ἐξουθενώνεται ἀπὸ τὰς λύπας εἶναι γνώρισμα ψυχῆς ἀνάνδρου, ἡ ὁποία καμμίαν δύναμιν δὲν λαμβάνει ἀπὸ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν ἐλπίδα.


Ὑποσημειώσεις

[1] Τὸν θρῆνον τοῦτον τοῦ Δαβὶδ διὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἰωνάθαν βλέπε ἐν τῇ Βʹ Βασιλειῶν, αʹ 17-27. Ἐχθρὸς δὲ τοῦ ὁποίου τὸν θάνατον ὁμοῦ μετὰ τοῦ Ἰωνάθαν ἔκλαυσεν ὁ Δαβίδ, εἶναι ὁ Σαοὺλ ὁ βασιλεύς, ὁ πατὴρ τοῦ Ἰωνάθαν. Ἀμφότεροι οὗτοι, καθὼς καὶ ἕτεροι δύο ἀκόμη υἱοὶ τοῦ Σαούλ, ὁ Ἀμιναδὰβ καὶ ὁ Μελχισὰ ἐφονεύθησαν κατὰ τὴν μάχην, ἥτις ἔλαβε χώραν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Γελβουέ. Βλέπε περὶ τούτου καὶ ἐν τῷ ὑφ’ ἡμῶν ἐκδοθέντι· «Ἐκλογαὶ καὶ Ἀπανθίσματα», ἐξ ἔργων τοῦ θείου Πατρὸς καὶ οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ἐν Λόγῳ ΚΘʹ «Περὶ Ἀκακίας καὶ Ἀνεξικακίας καὶ Ἀμνησικακίας», παρ. 43-44 καὶ ἑξ.

[2] Λυδία λίθος ὀνομάζεται μέλας λίθος, ὁμαλῆς ἐπιφανείας, χρησιμοποιούμενος ὑπὸ τῶν χρυσοχόων πρὸς ἔλεγχον τῆς εἰς χρυσὸν περιεκτικότητος τῶν χρυσῶν κοσμημάτων, νομισμάτων καὶ λοιπῶν χρυσῶν ἀντικειμένων. Ὁ λίθος οὗτος εἶναι μέλας ἴασπις, εὑρισκόμενος ἐν ἀφθονίᾳ εἰς τὴν Λυδίαν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἐξ ἧς ἔλαβε καὶ τὸ ὄνομα.