Πρῶτον ζήτημα ἔχομε νὰ λύσωμεν τὸ διατὶ οἱ Εὐαγγελισταὶ λέγουν, ὅτι ὁ Ἰωσήφ ἦτο πλούσιος· ἀπαντῶμεν εἰς τοῦτο, ὅτι ἀναφέρουν τοῦτο οἱ Εὐαγγελισταί, διὰ νὰ ἐννοήσωμεν τὰ ἐλατήρια ἀπὸ τὰ ὁποῖα παρεκινήθη ὁ Ἰωσὴφ διὰ νὰ ζητήσῃ τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Πληροφορούμεθα λοιπὸν ἐκ τούτου ὅτι ἐπειδὴ ἦτο πλούσιος καὶ εἶχε παρρησίαν πρὸς τὸν Πιλᾶτον, ἀπετόλμησε καὶ ἐπῆγε πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ τὸ ἐζήτησεν. Ἀλλὰ ἴδετε καὶ τὴν καλὴν προαίρεσιν αὐτοῦ καὶ τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν εἶχε πρὸς τὸν Χριστόν. Διότι δὲν ἐφοβήθη, συλλογισθείς, πῶς νὰ ζητήσω τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος ἐσταυρώθη ὡς ἀποστάτης τῆς βασιλείας; Ὁ Πιλᾶτος τὸν ἐσταύρωσεν ὡς στασιαστὴν κατὰ τοῦ Καίσαρος καὶ ἐγὼ νὰ ὑπάγω νὰ ζητήσω τὸ Σῶμα Αὐτοῦ, νὰ εἴπουν ὅτι εἶμαι συγκοινωνὸς τῆς ἀποστασίας; Καὶ ἐὰν μὲν ἤμην πτωχός, ἴσως νὰ μὴ ἔκαμνε τίποτε ἐναντίον μου ὁ Πιλᾶτος, διότι τὸν πτωχὸν δὲν τὸν ζηλεύει κανείς. Ἀφοῦ ὅμως ἔχω πλοῦτον, τὸν ὁποῖον πᾶς τις φθονεῖ, πῶς νὰ ἀποτολμήσω τοιοῦτο ἔργον, ἕνεκεν τοῦ ὁποίου εἶναι δυνατὸν νὰ παρακινηθῇ νὰ ἁρπάσῃ τὴν περιουσίαν μου; Δὲν ἐφοβήθη, λέγω, τοιαῦτα συλλογιζόμενος, ἀλλὰ ὡς ἔχων ἀγάπην πρὸς τὸν Χριστόν, καθὸ μαθητὴς ἐν τῷ κρυπτῷ ὅπου ἦτο καὶ αὐτός, ἀπετόλμησε καὶ ἐπῆγε, ἔχων θάρρος εἰς τὴν παρρησίαν του.
Δεύτερον ζήτημα ἔχομεν, τὸ διατὶ λέγουσιν οἱ Εὐαγγελισταὶ ποία ἦτο ἡ πατρὶς τοῦ Ἰωσήφ. Λέγομεν δὲ εἰς τοῦτο, ὅτι τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦσαν καὶ ἄλλοι Ἰουδαῖοι, ἄρχοντες καὶ πλούσιοι, φέροντες τὸ ὄνομα Ἰωσήφ· ἵνα μὴ λοιπὸν νομίσωμεν, ὅτι διὰ ἄλλον τινὰ λέγουσι, διὰ τοῦτο εἶπον καὶ τὴν πατρίδα αὐτοῦ, Ἀριμαθαίαν λεγομένην, ὅπερ σημαίνει Ἑβραϊστί· «Σήκωσε ἐκεῖνο».
Τρίτον ζήτημα ἔχομεν τὶ σημαίνει εὐσχήμων καὶ βουλευτής. Εὐσχήμων μὲν λέγεται ὁ σεμνὸς καὶ εὐλαβής, ἤτοι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον εὐλαβοῦνται πάντες ἀπὸ τὸ ἦθος τοῦ προσώπου, ὁ ἄμεμπτος, δηλαδὴ ἀκατηγόρητος, εἰς τὰ μέτρα καὶ τὰς θέσεις τῶν μελῶν τοῦ σώματος καὶ ὁ ἐπίσημος καὶ ὀνομαστὸς εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους τοῦ τόπου ἐκείνου. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἰς τὸ δέκατον τρίτον κεφάλαιον τῶν Ἀποστολικῶν Πράξεων εὐσχήμονας ὀνομάζει τὰς πλουσίας καὶ ἐνδόξους γυναῖκας τῶν Ἀντιοχέων τῆς Πισιδίας, λέγων· «Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι παρώτρυναν τὰς σεβομένας γυναῖκας καὶ τὰς εὐσχήμονας καὶ τοὺς πρώτους τῆς πόλεως καὶ ἐπήγειραν διωγμὸν ἐπὶ τὸν Παῦλον καὶ τὸν Βαρνάβαν» (Πράξ. ιγ’ 50).