Ναί, τότε τὸν ἤθελαν Βασιλέα, διότι τοὺς ἔδωκε νὰ φάγωσι· τώρα δὲν ἔχει νὰ τοὺς δώσῃ καὶ τὸν θέλουσιν ἀποθαμμένον· «Ὦ πόση τῆς λαιμαργίας ἡ δύναμις, (ἐκφωνεῖ ὁ χρυσορρήμων Διδάσκαλος!) ὦ πόσον εὐμετάβλητος ἡ γνώμη!». Λαὲ λαίμαργε, λαὲ ἀχόρταγε, λαὲ ἀχάριστε, ὅταν ἔχω νὰ σοῦ δώσω νὰ φάγῃς, θέλεις νὰ μὲ ἀνεβάσῃς εἰς τὸν θρόνον ὡσὰν βασιλέα καὶ ὅταν δὲν ἔχω νὰ σοῦ δώσω νὰ φάγῃς, θέλεις νὰ μὲ βάλῃς εἰς τὸν Σταυρόν, ὡς λῃστήν; «Ἔνοχος θανάτου ἐστί» (ἔνθ’ ἀνωτ.). Καὶ ποία εἶναι ἡ ἀφορμὴ τοῦ φθόνου των; Ἀφορμὴ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε Μαθητάς, καὶ ὅτι ἔκαμε διδαχήν, διὰ τὰ ὁποῖα τὸν ἐρωτοῦσιν· «Ὁ οὖν ἀρχιερεὺς ἠρώτησε τὸν Ἰησοῦν περὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ περὶ τῆς διδαχῆς αὐτοῦ» (Ἰωάν. ιη’ 19). Καὶ τοῦτο εἶναι πταίσιμον, τὸ νὰ φωτίζῃ καὶ νὰ νουθετῇ τοὺς ἀνθρώπους; Ὦ! φθονεροὶ Ἰουδαῖοι! Ἀληθῶς σεῖς θέλετε νὰ εἶσθε τυφλοὶ τυφλῶν ὁδηγοί, καὶ διὰ τοῦτο μισεῖτε ἐκεῖνο τὸ οὐράνιον Φῶς, τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. Αὐτὸς παρρησίᾳ ἐλάλησεν εἰς τὸν κόσμον. Αὐτὸς φανερὰ ἐδίδαξεν εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ εἰς τὸ Ἱερόν, ὅπου συνήρχοντο ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι, ἐν κρυπτῷ δὲν εἶπε τίποτε. Καλέσατε ἐκείνους, ὅπου ἤκουσαν, ἐξετάσατε μάρτυρας καὶ θέλετε ἀκούσει, ὅτι «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α’ Πέτρ. β’ 22, Ψαλμ. λα’ 2, Ἡσ. νγ’ 9).
Ὅμως μεταξὺ τῶν πολλῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐγνώριζον τὶ κακὸν νὰ εἴπωσιν, εὑρέθησαν δύο ψευδομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· «Ἠμπορῶ νὰ χαλάσω τοῦτον τὸν Ναὸν τοῦ Σολομῶντος καὶ εἰς τρεῖς ἡμέρας νὰ τὸν οἰκοδομήσω καὶ πάλιν»· «Ὕστερον δὲ προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες εἶπον· οὗτος ἔφη, δύναμαι καταλῦσαι τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν οἰκοδομῆσαι αὐτόν» (Ματθ. κϛ’ 60-61). Εἰς τὴν πραγματικότητα ὁ Χριστὸς εἶπε τὰ ἑξῆς· «Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν» (Ἰωάν. β’ 19). Καὶ ἂν λοιπὸν οὗτοι λέγουν τὴν ἀλήθειαν, διατί ὁ Εὐαγγελιστὴς τοὺς ὀνομάζει ψευδομάρτυρας; Ἀκούσατε καὶ ἐντραπῆτε ἱεροκατήγοροι, κατάλαλοι, συκοφάνται, περίεργοι, ὠτακουσταί, ὅσοι ἀκούετε τὴν διδαχήν, ὄχι διὰ νὰ ὠφεληθῆτε ἀπὸ τὸν λόγον, ἀλλὰ διὰ νὰ παγιγιδεύσητε τὸν λέγοντα καὶ «οὐ λαβεῖν τι παρ’ ἡμῶν ὠφέλιμον ἐπιζητοῦντες» (Βασιλ. λόγ. κατὰ Σαβ.). ἀληθῶς εἰς τὴν διδαχὴν τὴν ὁποίαν ἔκαμεν, αὐτὸς ἦτο ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅμως ὁ Χριστὸς ἔλεγε· «λύσατε τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἐγερῶ αὐτόν» (ἔνθ’ ἀνωτ.), δὲν ἠννόει τὸν Ναὸν τοῦ Σολομῶντος, ἀλλὰ τὸ Σῶμά του· ὡς δηλαδὴ νὰ ἔλεγεν· Ὦ Ἰουδαῖοι, ἂν σεῖς θανατώσητε τὸ σῶμά μου, ἐγὼ εἰς τρεῖς ἡμέρας τὸ ἀνασταίνω καὶ πάλιν· «Ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ» (Ἰωάν. β’ 21).