Τῇ Ἁγίᾳ καὶ ΜΕΓΑΛῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ διδαχὴ εἰς τὸ Σωτήριον ΠΑΘΟΣ, Ἡλίου Μηνιάτη, ἐπισκόπου Κερνίκης καὶ Καλαβρύτων, ἐλαφρῶς διασκευασμένη κατὰ τὴν φράσιν.

Ἀλλὰ ποῖος ἠμπορεῖ νὰ μετρήσῃ ἄλλα ἀναρίθμητα βέλη, τὰ ὁποῖα πίπτουν ὡς χάλαζα, καὶ τὰ ὁποῖα ρίπτουν αἱ κατακρίσεις, τὰ ψεύματα, αἱ ἐπιορκίαι αἱ βλασφημίαι τῶν Χριστιανῶν; Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, τοξεύετε, χορτάσετε τὴν ὄρεξίν σας εἰς τὸ νεκρὸν σῶμα τοῦ ἀποθαμμένου Πατρός σας, ἐλᾶτε, τέκνα, ἀπὸ τὰ θηρία πλέον ἀνήμερα. Ἀλλ’ ὑπάρχει ἆρά γε καὶ κανείς, ὅστις νὰ ἔχῃ καρδίαν ἀνθρώπου; Νὰ ἔχῃ ἀγάπην υἱοῦ; Ὑπάρχει ἆρά γε κανείς, ὅστις νὰ λυπῆται, μήπως τὸν τραυματίσῃ; Ποῖος εἶναι οὗτος; Φοβοῦμαι, φοβοῦμαι, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἕως ἑνός. Καὶ ποῦ ἠκούσθη τοιαύτη ἀχαριστία; Ὁ υἱὸς νὰ τραυματίζῃ τὸν πατέρα καὶ μάλιστα τοιοῦτον Πατέρα νεκρόν; Τοῦτο εἶναι τὸ αὐτὸ ὡσὰν οἱ Χριστιανοὶ νὰ ξανασταυρώνουν τὸν Ἐσταυρωμένον!

Ψυχὴ τοῦ καλοῦ μας Πατρός, τοῦ θείου Ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ, τί λέγεις; «Ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι» (Λουκ. κγ’ 34). Πῶς; Ἄφες αὐτοῖς! Ναί, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, ἄφες αὐτοῖς διὰ τὴν παροῦσαν ὥραν. Ἂς δοθῇ εἰς ὅλους συγχώρησις, ἴσως ἐννοήσουν ποτὲ τὸ σφάλμά των καὶ διορθωθῶσιν. «Ἄφες αὐτοῖς». Ἂς εἶναι συγχώρησις λοιπόν, συγχώρησις· ἀλλ’ ὡς τόσον, ἂς παύσωσι νὰ τὸν πληγώνωσι τὰ βέλη, ἂς τελειώσωσιν αἱ ἁμαρτίαι, ἂς φανῇ ἕνα σημεῖον τῆς μετανοίας, εἷς αναστεναγμός, ἕνα δάκρυον. Καρδία τοῦ Ἰησοῦ μου, τί λέγεις; Ἄφες αὐτοῖς, Πάτερ. Καρδία τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τί ἀποκρίνεσαι; «Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ’ 42). Ἀμήν.

      

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ