Τότε ὁμολογῶ καὶ ἐγὼ ὁμοῦ μὲ τὸν ἑκατόνταρχον· «Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. κζ’ 54). Νὰ Σὲ βλέπω καρφωμένον εἰς ἕνα Σταυρὸν καὶ νὰ Σὲ πιστεύω Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀπόδειξις, ὅτι ἡ Πίστις μου εἶναι ὅλη ἀληθινή, ὅλη θεία. Πληγωμένος, αἱματωμένος, καταφρονεμένος, Σὺ εἶσαι ὁ Θεός μου. Ἡ καταφρόνησίς Σου μὲ ἐδόξασε, τὸ Αἷμά Σου μὲ ἐξηγόρασεν, αἱ πληγαί Σου μὲ ἰάτρευσαν, ὁ ἀκάνθινος στέφανος, τὸν ὁποῖον φορεῖς, εἶναι δι’ ἐμὲ στέφανος δόξης εἰς τὸν Παράδεισον. Ὁ Σταυρός, ὅστις Σὲ βαστᾷ εἶναι ξύλον τιμωρίας καὶ ἀτιμίας διὰ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν προσκυνοῦν· δι’ ἐμὲ εἶναι καθέδρα τῆς ἀληθείας, εἶναι τρόπαιον κατὰ τῶν ἐχθρῶν μου, εἶναι κλῖμαξ διὰ νὰ ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν. Ἀληθινὰ ἀπὸ τόσα, ὅπου ἔπαθες, δὲν ἔχεις εἶδος, οὐδὲ κάλλος καὶ εἶσαι ἀγνώριστος· ἀλλὰ διὰ τοῦτο μάλιστα ἐγὼ Σὲ γνωρίζω διὰ Θεόν μου. Ὄχι, ἐγὼ δὲν κλαίω, προσκυνῶ τὰ Πάθη Σου· δὲν ἐντρέπομαι, ἀσπάζομαι τὸν Σταυρόν Σου· καὶ ὄντως, ὅταν Σὲ βλέπω καρφωμένον εἰς τὸν Σταυρὸν ὡς ἕνα κατάδικον, Σὲ στοχάζομαι ὡς εἰς θρόνον μεγαλειότητος, καθεζόμενον Βασιλέα τῆς δόξης. Διὰ τοῦτο ἀκόμη καὶ ἐγὼ παρακαλῶ τὸν Πιλᾶτον, νὰ ἀφαιρέσῃ ἐκείνην τὴν ἐπιγραφήν, τὴν ὁποίαν ἔβαλεν· «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Ἰωάν. ιθ’ 19)· καὶ ἂς βάλῃ ταύτην, τὴν ὁποίαν ποθῶ· «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος Βασιλεὺς τῶν Χριστιανῶν».
Μέρος Τρίτον
ΑΠΟ ὅλα τὰ Πάθη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὰ ὁποῖα ἠκούσατε εἰς τὴν σημερινὴν θλιβερὰν ἱστορίαν, Χριστιανοί, ἆρά γε ἐννοεῖτε ποῖον νὰ ὑπῆρξε ἐκεῖνο τὸ πάθος τὸ πικρότατον, τὸ ὁποῖον προβλέπων ἔλεγεν ἀγωνιζόμενος εἰς τὸν κῆπον τῆς Γεθσημανῆ· «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου»; Ἐγὼ λέγω ὅτι δὲν ὑπῆρξε οὐδέν, οὔτε ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐδοκίμασεν εἰς τὴν ψυχήν, ὅπως ἡ λύπη διὰ τὴν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα, ἡ ἄρνησις τῶν ἰδίων Αὐτοῦ Μαθητῶν, ἡ ἐντροπὴ διὰ τὴν τόσην καταφρόνησιν καὶ ἀτιμίαν, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἀπὸ τὸν φθόνον καὶ τὸ μῖσος τῶν Ἰουδαίων, οὔτε ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐδοκίμασεν εἰς τὸ Σῶμα, ὅπως τὰ ραπίσματα, αἱ ἄκανθαι, αἱ μάστιγες, ὁ Σταυρὸς καὶ αὐτὸς ὁ θάνατος. Πρῶτον μέν, διότι Αὐτὸς ἐδίδαξεν, ὅτι τὸ ὄνειδος καὶ αἱ κατηγορίαι, τὰς ὁποίας κάμνουν καθ’ ἡμῶν οἱ ἄνθρωποι, εἶναι μακαριότης· «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς» (Ματθ. ε’ 11). Αὐτὸς ἐδίδαξε, ὅτι δὲν πρέπει μὲ κανένα τρόπον νὰ φοβώμεθα τὸν θάνατον· «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα» (αὐτόθι ι’ 28). Αὐτὸς μᾶς προσεκάλεσε νὰ Τὸν ἀκολουθήσωμεν, ἕκαστος μὲ τὸν σταυρόν του.