Καὶ βέβαια αὐτὸ εἶναι μία ἀχαριστία, Χριστιανοί, ἡ ὁποία εἶναι ἀσύγκριτος. Ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς τῆς Σκυθίας, Περισαΐδης τὸ ὄνομα, ἀφήσας τρεῖς υἱοὺς κληρονόμους τῆς βασιλείας· ἀλλὰ θέλων ἕκαστος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς νὰ βασιλεύσῃ μόνος, ἦλθον εἰς μάχην θανάσιμον. Βάλλουν κριτὴν ἄλλον βασιλέα τῆς Θρᾴκης, φίλον τοῦ πατρός των, ὁ ὁποῖος τεχνεύεται νὰ τοὺς συμβιβάσῃ μὲ τρόπον ἀληθῶς ἐπιτήδειον, ἀλλ’ ὅλως παράδοξον. Προστάζει νὰ ἐκβάλωσιν ἀπὸ τὸν τάφον τὸ λείψανον τοῦ πατρός των καὶ νὰ τὸ κρεμάσωσιν εἰς ἕνα δένδρον· ἔπειτα καλεῖ τοὺς τρεῖς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς λέγει· «Ἕκαστος ἀπὸ σᾶς ἂς ρίψῃ τὸ βέλος του εἰς τὸ νεκρὸν τοῦτο σῶμα καὶ ὅποιος τὸ κτυπήσῃ καλλίτερα, ἐκεῖνος νὰ εἶναι βασιλεύς». Παίρνει τὸ τόξον ὁ πρῶτος υἱός, τὸ ἐκτείνει, βάζει τὸ βέλος, σημαδεύει, ρίπτει· τὸ ὅμοιον κάμει καὶ ὁ δεύτερος. Πῶς σᾶς φαίνεται ἡ ἀχαριστία, ἡ ἀπανθρωπία, ἡ σκληροκαρδία τοιούτων υἱῶν; Ἔρχεται καὶ ὁ τρίτος, παίρνει καὶ ἑτοιμάζει καὶ αὐτὸς τὸ βέλος του, ἀλλὰ βλέπων ποῦ πρόκειται νὰ τὸ ρίψῃ, τρομάζει, ἀφήνει νὰ πέσῃ τὸ τόξον ἀπὸ τὰς χεῖράς του καὶ λέγει· «Ἐγὼ δὲν ἐπιθυμῶ νὰ γίνω μὲ τοιοῦτον τρόπον βασιλεύς. Παραιτοῦμαι καλύτερον τῆς βασιλείας, παρὰ νὰ τοξεύσω τὸ λείψανον τοῦ ἀποθαμμένου πατρός μου». Τί ἔκαμεν τότε ὁ κριτής; Τοῦτον τὸν τρίτον υἱὸν ἀπεφάσισε διὰ βασιλέα.
Τοῦτο τὸ ἴδιον κάμνω καὶ ἐγὼ σήμερον εἰς τούτους τοὺς ἀχαρίστους, τοὺς ἀπανθρώπους, τοὺς σκληροκαρδίους υἱούς. Τοῦτο τὸ ὁποῖον βλέπετε εἶναι τὸ νεκρὸν λείψανον τοῦ Πατρός σας, ὅστις ἀπέθανε κρεμάμενος ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ. Λάβετε τὰ βέλη, ρίψατε, κτυπήσατε, πληγώσατε, ἂν ὑπάρχῃ τόπος καὶ δι’ ἄλλας πληγάς. Ἀλλοίμονον ὅμως! Δὲν εἶναι δύο, εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ρίπτουν. Τίνος εἶναι τοῦτο τὸ πρῶτον βέλος τὸ ὁποῖον τοῦ πληγώνει τὴν κεφαλήν; Εἶναι τῆς ἑωσφορικῆς ὑπερηφανείας, τῆς ἀνυποτάκτου καὶ ἀπαιδεύτου κενοδοξίας, τὴν ὁποίαν ἔχουν οἱ Ἱερωμένοι. Τίνος εἶναι τοῦτο τὸ δεύτερον βέλος, τὸ ὁποῖον τοῦ ἀνοίγει τὴν πλευράν; Εἶναι τῆς μνησικακίας, τὴν ὁποίαν τρέφουν οἱ μισάδελφοι. Καὶ ἐκεῖνο τὸ τρίτον βέλος, τὸ ὁποῖον τοῦ πλήττει τὰς χεῖρας; Ἐκεῖνο εἶναι τῆς ἀδικίας καὶ ἁρπαγῆς, τὴν ὁποίαν κάνουν οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ πλούσιοι. Ἀλλ’ ἐκεῖνα τὰ πολλὰ βέλη, τὰ ὁποῖα, ἔρχονται, τόσον πυκνὰ καὶ κατακεντοῦν ὅλας τὰς καθαρωτάτας σάρκας του τί εἶναι; Αὐτὰ εἶναι τὰ βέλη τῶν σαρκικῶν ἁμαρτιῶν, τὰ ὁποῖα πράττουν ἄνδρες καὶ γυναῖκες, παιδία καὶ γέροντες.