Τοῦτο χωρὶς ἄλλο προβλέπων ἔλεγε· «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου»· πλὴν ὑπομένει καὶ δὲν κάνει νὰ σεισθῇ ἐκ θεμελίων ἡ οἰκουμένη, νὰ καταποντισθῇ καὶ νὰ θάψῃ ζωντανὸν τὸν παράνομον ἐκεῖνον λαόν, διὰ τὸν ὁποῖον μάλιστα παρακαλεῖ· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ’ 34)· Δύναται ὁ νοῦς μας νὰ μετρήσῃ πόσον μεγάλη εἶναι μία τοιαύτη ὑπομονή, ἡ ὁποία διήρκεσεν ἀπὸ ἕκτης ὥρας ἕως ἐνάτης;
Τότε, ἀφοῦ ἔπιεν ὅλον τὸ πικρότατον ποτήριον τῶν παθῶν, εἶπε· «Τετέλεσται» (Ἰωάν. ιθ’ 30)· καὶ κλίνας τὴν κεφαλήν, ἴσως διὰ νὰ προσκαλέσῃ τὸν θάνατον, ὅστις δὲν ἐτόλμα νὰ πλησιάσῃ εἰς τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς καὶ κράζων μὲ φωνὴν μεγάλην, ἴσως διὰ νὰ δώσῃ τὸ χαροποιὸν μήνυμα ἐκεῖ κάτω εἰς τὸν ᾍδην, πρὸς τοὺς Προπάτορας, τέλος πάντων παρέδωκε τὸ πνεῦμα. Συγχρόνως, ἄνωθεν ὁ οὐρανός, διὰ τρεῖς ὥρας ἐσκεπάσθη μὲ σκότος βαθύτατον, εἰς τρόπον ὥστε ἔχασεν ὅλον τὸ φῶς του ὁ ἥλιος. Κάτωθεν ἡ γῆ ἐσείσθη ἐκ θεμελίων, τόσον ὥστε ἐρράγη ἀπὸ ἄνω ἕως κάτω τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ. Ἐσχίσθησαν αἱ πέτραι, ἠνεῴχθησαν τὰ μνημεῖα, ἐσηκώθησαν ἀπὸ τοὺς τάφους πολλοὶ νεκροί. Ὁ ἑκατόνταρχος, βλέπων τόσα παράδοξα, ἐβόησε δοξάζων τὸν Θεόν· «Ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἦν» (Λουκ. κγ’ 47)· «Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος» (Ματθ. κζ’ 54). Ὁμοίως καὶ οἱ περιεστῶτες, ἐκστατικοὶ καὶ συντετριμμένοι, «τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη, ὑπέστρεφον» (Λουκ. κγ’ 48).
Αὐτὸ εἶναι τὸ Πάθος, αὐτὸς εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἐβαπτίσθημεν, τοῦ ὁποίου τὸ Εὐαγγέλιον πιστεύομεν, τοῦ ὁποίου τὸν Νόμον κρατοῦμεν. Πάθος καὶ θάνατος, εἰς τὸν ὁποῖον ἐξίσταται κάθε νοῦς. Καὶ ἂν ὁ σεσαρκωμένος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἠθέλησε νὰ ἀποθάνῃ, διότι ἀλλέως δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ πληρωθῇ ἡ θεία Δικαιοσύνη, ἂς εἶναι· καὶ ἂν ἠθέλησε νὰ ἀποθάνῃ μὲ ἕνα Πάθος, εἰς τὸ ὁποῖον ἐδοκίμασεν ἕνα πόνον ἄπειρον, καταλαμβάνω, διότι καὶ τὸ χρέος μας, τὸ ὁποῖον Αὐτὸς ἔμελλε νὰ πληρώσῃ, ἦτο ἄπειρον. Ἀλλὰ νὰ θελήσῃ νὰ ἀποθάνῃ μὲ ἕνα θάνατον τόσον ἄσχημον, τόσον ἄτιμον, ἐνῷ ἠδύνατο καὶ μὲ ἄλλου εἴδους θάνατον ἐνδοξότερον νὰ τελειώσῃ τὸ μέγα ἔργον τῆς παγκοσμίου σωτηρίας, τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μὲ κάνει καὶ ἀπορῶ. Ὁ σταυρὸς μεταξὺ ὅλων τῶν εἰδῶν τῶν θανάτων ἦτο τὸ πλέον ἐπονείδιστον. Εἰς τὸν σταυρὸν ἐκρεμῶντο οἱ λῃσταί, οἱ κλέπται, οἱ φονεῖς, οἱ πλέον κακοποιοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι διὰ τοῦτο εἰς τὸ Δευτερονόμιον ἐλέγοντο κατηραμένοι· «Κεκατηραμένος ὑπὸ Θεοῦ πᾶς κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου» (Δευτ. κα’ 23).