Τῇ Ἁγίᾳ καὶ ΜΕΓΑΛῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ διδαχὴ εἰς τὸ Σωτήριον ΠΑΘΟΣ, Ἡλίου Μηνιάτη, ἐπισκόπου Κερνίκης καὶ Καλαβρύτων, ἐλαφρῶς διασκευασμένη κατὰ τὴν φράσιν.

τὸν θέλετε πλέον βασανισμένον; Τὸν θέλετε πλέον καταφρονεμένον ἀπ’ ὅ,τι τὸν βλέπετε; Τόσον δὲν φθάνει διὰ νὰ χορτάσῃ τὸν θυμόν σας; Τοιοῦτον θέαμα ἐλεεινὸν εἶναι ἱκανὸν νὰ προκαλῇ περισσότερον τὴν λύπην σας, παρὰ τὸ μῖσός σας. Φρῖξον, Ἥλιε, στενάξατε, οὐρανοί· ἀνάμεσα εἰς τόσον ἀναρίθμητον πλῆθος λαοῦ οὐδεὶς ὑπάρχει, ὅστις νὰ Τὸν βλέπῃ καὶ νὰ Τὸν λυπῆται. Ἐξ ὅσων τὸν βλέπουν εἰς τοιαύτην κατάστασιν, βλέπουν τὰς πληγάς του, οὐδεὶς ὑπάρχει ὅστις νὰ μὴ διψᾷ καὶ περισσότερον ἀκόμη Αἷμα Του· οὐδεὶς ὑπάρχει ὅστις νὰ μὴ λέγῃ· «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. ιθ’ 6). Πῶς λοιπὸν νὰ μὴ εἴπῃ διὰ τοῦτο ὁ Ἰησοῦς· «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχὴ μου ἕως θανάτου»; Ὕπαγε καὶ φυλάξου δι’ ὀλίγην ὥραν ἀπὸ τὸν θυμὸν τῶν αἱμοβόρων τούτων λύκων, ἄκακε Ἀμνὲ τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς τόσον ὁ ἡγεμὼν θέλει κάμει ἄλλην μίαν δοκιμήν, ἴσως καὶ δυνηθῇ νὰ σὲ λυτρώσῃ ἀπὸ τὸν θάνατον.

Μέρος Δεύτερον

ΣΥΝΗΘΕΙΑ ἦτο κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ἥτις ἦτο Παρασκευὴ τοῦ Πάσχα, νὰ ἀπολύεται ἕνας δέσμιος, ἕνας ἄξιος θανάτου, ἐκεῖνος διὰ τὸν ὁποῖον ἤθελε ζητήσει χάριν ὁ λαός. Ἦτο δὲ τότε δέσμιος Βαραββᾶς τις ὀνομαζόμενος, λῃστὴς περιώνυμος τῆς Ἰουδαίας. Ἐκ τούτου λαμβάνων ἀφορμὴν ὁ Πιλᾶτος, ἀφοῦ δὲν εὕρισκε κανένα πταίσιμον εἰς τὸν Ἰησοῦν, προβάλλει εἰς τοὺς Ιουδαίους τὸ ἐρώτημα, ποῖον ἐκ τῶν δύο νὰ ἀπολύσῃ τὸν Ἰησοῦν ἢ τὸν Βαραββᾶν· «Τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν;» (Ματθ. κζ’ 21).

Ἀκούσατε, Ἰουδαῖοι, ἐδῶ εἶναι ἕνας Βαραββᾶς, ἕνας λῃστής, ὅστις ἔχει, ἀκόμη μολυσμένας τὰς χεῖρας ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἁνθρωπων, τοὺς ὁποίους ἔσφαξεν· ἕνας κλέπτης, ὅστις κατετρόμαξε μὲ τὰς ἁρπαγάς του τὴν Ἰουδαίαν· ἕνας ἀποστάτης τῆς βασιλείας ἕνας ἐχθρὸς τῆς κοινῆς εἰρήνης, ἕνας κακοποιός, μυρίων θανάτων ἄξιος. Ἐδῶ εἶναι καὶ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης, ἀγαθὸς εἰς ὅλους, εὐεργέτης κοινός, ἕνας θαυματουργός, ὅστις ἀρρώστους ἰάτρευσε, λεπροὺς ἐκαθάρισε, τυφλοὺς ἐφώτισε, νεκροὺς ἀνέστησε· ποῖον θέλετε ἀπὸ τοὺς δύο νὰ ἀπολύσω; Τί λέγετε σεῖς, νεκροί, οἵτινες ἀνεστήθητε; Σεῖς, τυφλοί, οἵτινες ἐφωτίσθητε; Σεῖς, λεπροί, οἵτινες ἰατρεύθητε; Σεῖς, τοὺς ὁποίους πεινασμένους εἰς τὴν ἔρημον σᾶς ἔθρεψε παραδόξως μὲ ὀλίγους ἄρτους;