ΔΥΟ μεγάλα καὶ παράδοξα θαύματα εἶδεν ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον· ἕνα Θεὸν νὰ κατέβῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν γῆν νὰ γίνῃ ἄνθρωπος καὶ αὐτὸν τὸν Θεὸν καὶ ἄνθρωπον νὰ ἀνέβῃ νὰ ἀποθάνῃ ἐπάνω εἰς ἕνα Σταυρόν. Τὸ ἕνα ἐστάθη ἔργον μιᾶς ἄκρας σοφίας καὶ δυνάμεως, τὸ ἄλλο ἔργον μιᾶς ἄκρας φιλανθρώπου ἀγάπης· πλὴν καὶ τὰ δύο ἔλαβον περιστατικὰ πολὺ διάφορα. Εἰς τὸ πρῶτον θαῦμα, ὅταν ὁ Θεὸς ἔγινεν ἄνθρωπος, ἔκαμε κοινὴν πανήγυριν ὅλη ἡ κτίσις. Ἄγγελοι εἰς τὸν οὐρανὸν ἔψαλλον χαρμόσυνον δοξολογίαν· Ποιμένες εἰς τὴν Γῆν ἐχόρευον, διὰ τὰ εὐαγγέλια τῆς σωτηρίας καὶ τῆς χαρᾶς καὶ βασιλεῖς ἦλθον ἐξ ἀνατολῶν καὶ προσεκύνησαν μὲ δῶρα τὸν νεοτεχθέντα Δεσπότην. Εἰς τὸ δεύτερον θαῦμα, ὅταν ὁ Θεάνθρωπος ἀπέθανεν ἐσταυρωμένος, ὡς κατάδικος, ἐν μέσῳ δύο λῃστῶν, ὁ ἄνω καὶ κάτω κόσμος ἐθρήνησεν. Ὁ οὐρανὸς ἐσκέπασε μὲ βαθύτατον σκότος τὸ πρόσωπον· ἡ Γῆ ἐσείσθη ἐκ θεμελίων ἀπὸ τὸν τρόμον, αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν. Ἐκείνη ἐστάθη μία λαμπρὰ νύκτα, πρόξενος παγκοσμίου χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως· ἡ παροῦσα μία σκοτεινὴ ἡμέρα, ἀφορμὴ λύπης καὶ ἀδημονίας. Εἰς ἐκείνην ἔκαμεν ὅσην εὐεργεσίαν ἠδύνατο νὰ κάμῃ ὁ Θεὸς πρὸς τὸν ἄνθρωπον· εἰς τὴν παροῦσαν ἔκαμεν, ὅσην παρανομίαν δύναται νὰ κάμῃ ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεόν.
Δίκαιον ἔχεις νὰ λέγῃς, ὦ Θεάνθρωπε καὶ τεθλιμμένε Ἰησοῦ· «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Ματθ. κϛ’ 38). Πολλὰ εἶναι τὰ πάθη σου, μεγάλη εἶναι ἡ λύπη σου. Πάθη τόσον πολλά, ὅσα δὲν ἐβάσταξεν ἀκόμη ἀνθρώπου ὑπομονή· λύπη τόσον μεγάλη, ὅσην δὲν ἐδοκίμασεν ἀνθρώπου καρδία. Καὶ ἀληθινά, Χριστιανοί, ὅσον ἐγὼ ἐξετάζω νὰ εὕρω ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους κανὲν ἄλλο παράδειγμα, τόσον εὑρίσκω καὶ τὸν πόνον του εἰς τὸ πάθος καὶ τὴν λύπην του εἰς τὸν πόνον ἀσύγκριτον. Μέγας ἦτο ὁ φθόνος τοῦ Κάϊν ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του, ἀλλὰ πολὺ μεγαλύτερος ὁ φθόνος τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων ἐναντίον τοῦ Κυρίου. Καὶ ὁ ἄδικος φόνος τοῦ Ἄβελ δὲν δύναται νὰ συγκριθῇ μὲ τὸν σταυρικὸν θάνατον τοῦ Ἰησοῦ. Μεγάλη ἡ ὑπομονὴ τοῦ Ἰσαάκ, ὅταν ἔμελλε νὰ θυσιασθῇ ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ τὸν πατέρα του, πολὺ μεγαλυτέρα τοῦ Ἰησοῦ, ὅπου ἀληθινὰ ἐθυσιάσθη ἀπὸ τὸν οὐράνιον Πατέρα του εἰς τὸ μῖσος τῶν ἐχθρῶν του. Μεγάλη ἡ δυστυχία τοῦ Ἰωσήφ, νὰ πωληθῇ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του, νὰ συκοφαντηθῇ ἀπὸ μίαν γυναῖκα καὶ νὰ ἐγκλεισθῇ ὡσὰν πταίστης εἰς μίαν φυλακήν· μεγαλυτέρα τοῦ Ἰησοῦ, νὰ πωληθῇ ἀπὸ τοὺς Μαθητάς του, νὰ κατηγορηθῇ ἀπὸ τὴν Συναγωγήν, νὰ συρθῇ ἀπὸ κριτήριον εἰς κριτήριον ὡς κατάδικος.