Μέρος Πρῶτον
ΟΤΑΝ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κατῆλθεν εἰς τὴν γῆν καὶ ἐσαρκώθη, ἐνεδύθη (διὰ νὰ εἴπω οὕτω) ὡσὰν δύο ἐνδύματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως· ἕνα τὴν ἀνθρωπίνην σάρκα, τὴν ὁποίαν προσέλαβε καθ’ ὑπόστασιν «καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰωάν. α’ 14)· ἄλλο τὴν ἀνθρωπίνην ἁμαρτίαν, τὴν ὁποίαν ἐβάσταξεν ἀπὸ συγκατάβασιν. Ὅθεν λέγει ὁ Παῦλος· «τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν (ἤτοι τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν) ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησε» (Β’ Κορινθ. ε’ 21)· καὶ πάλιν· «Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ Νόμου, γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα» (Γαλατ. γ’ 13). Μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἀνθρωπίνης σαρκὸς ἐφάνη ἕνας ἀναμάρτητος ἄνθρωπος εἰς ὅλην τὴν ζωήν του· «ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι Αὐτοῦ» (Α’ Πέτρ. β’ 22). Μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἀνθρωπίνης ἁμαρτίας ἐφάνη τώρα εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Πάθους, ὡσὰν ἄνθρωπος ἁμαρτωλός· καὶ ἦτο ἐκεῖνος ὁ ἄκακος καὶ καθαρὸς Ἀμνός, φορτωμένος τὴν παγκόσμιον ἁμαρτίαν, τὴν ὁποίαν προεῖδε πρότερον ὁ Ἡσαΐας (νγ’ 7) καὶ ἔδειξε κατόπιν ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς εἰπών· «Ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α’ 29). Μὲ τοιοῦτον ἔνδυμα, μέσα εἰς τὸν κῆπον τῆς Γεθσημανῆ, παρρησιάζεται εἰς τὸν ἄναρχον Πατέρα του, τὸν ὁποῖον τρεῖς φορὰς παρακαλεῖ νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὸ πικρὸν καὶ θανατηφόρον ποτήριον· «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο» (Ματθ. κϛ’ 39).
Ἀλλ’ ὁ Πατὴρ δὲν εἰσακούει Αὐτόν. Πρῶτος γράφει εἰς τὸν οὐρανὸν τὴν ἀπόφασιν τοῦ θανάτου του, τὴν ὁποίαν ἔγραψεν εἰς τὴν Γῆν ὁ Πιλᾶτος. Δὲν τοῦ κάμνει ἄλλην χάριν παρὰ νὰ πέμψῃ ἕνα Ἄγγελον νὰ τὸν παρηγορήσῃ εἰς τὴν πολλὴν ἀγωνίαν του· «Ὤφθη δὲ αὐτῷ Ἄγγελος ἀπ’ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν» (Λουκ. κβ’ 43). Ἀλλὰ πῶς δὲν εἰσακούει τοῦ μονογενοῦς Αὐτοῦ Υἱοῦ, ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ περὶ τοῦ ὁποίου Αὐτὸς ὁ Κύριος ἐβεβαίωσεν, εἰπών· «Ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις;» (Ἰωάν. ια’ 42). Ὁ Θεός, ὅστις ἄλλοτε ἐλυπήθη τὸν υἱὸν ἑνὸς ἀνθρώπου, τὸν Ἰσαάκ, καὶ δὲν τὸν ἄφησε νὰ θυσιασθῇ, τώρα δὲν λυπεῖται τὸν ἴδιον Αὐτοῦ Υἱόν, ἀλλ’ Αὐτὸς μάλιστα τὸν θέλει ἀποθαμμένον; Ναί, λέγει ὁ Ἀπόστολος. Εἰς τοιοῦτον σχῆμα, ἤτοι ὡσὰν ἀμνόν, ὅστις σηκώνει τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, δὲν τὸν στοχάζεται ὡς Υἱόν Του, καθὼς τὸν εἶδεν εἰς τὸ Θαβώρ, εἰς τὸν Ἰορδάνην, διὰ νὰ εἴπῃ καὶ πάλιν· «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς» (Ματθ. γ’ 17)· τὸν στοχάζεται ὡς ἕνα ἁμαρτωλόν, ἐνδεδυμένον μὲ ὅλην τὴν παγκόσμιον ἁμαρτίαν.