Τῇ Ἁγίᾳ καὶ ΜΕΓΑΛῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ διδαχὴ εἰς τὸ Σωτήριον ΠΑΘΟΣ, Ἡλίου Μηνιάτη, ἐπισκόπου Κερνίκης καὶ Καλαβρύτων, ἐλαφρῶς διασκευασμένη κατὰ τὴν φράσιν.

Καὶ λοιπὸν τὰ ἀργύρια ἐκεῖνα τί ἔγιναν; Ἀργύρια, τὰ ὁποῖα ἦσαν πληρωμὴ προδοσίας· ἀργύρια, τὰ ὁποῖα ἦσαν κέρδος τῆς φιλαργυρίας· ἀργύρια, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἀφορμὴ καὶ παρεδόθη εἰς θάνατον εἷς, ἔστω καλὸς ἄνθρωπος, ἤτοι ἀργύρια τοῦ θανάτου, ἐκατήντησαν ὄχι εἰς ζωντανούς, ἀλλὰ εἰς ἀποθαμμένους. Μὲ ταῦτα ἠγοράσθη εἷς ἀγρὸς καὶ ἔγινε κοινοτάφιον, διὰ νὰ θάπτωνται ἐκεῖ οἱ νεκροί καὶ πάλιν ὄχι οἱ ἐντόπιοι, ἀλλὰ οἱ ξένοι· «ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις» (αὐτόθι 7). Ὦ ἀφωρισμένα ἀργύρια, μὲ τὰ ὁποῖα ἐπώλησεν ὁ Ἰούδας τὸν Χριστόν! Πρῶτον, αὐτὸν τὸν Ἰούδαν δὲν ὠφέλησαν τίποτε· δεύτερον, δὲν ἐκρίθησαν ἄξια νὰ ἐξοδευθοῦν εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ Ναοῦ· τρίτον, μὲ ταῦτα ἠγοράσθησαν μνημεῖα, τάφοι, ὅλα νεκρικὰ καὶ ταῦτα διὰ ξένους· «εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις» (ἔνθ. ἀνωτ.). Ὦ δυστυχισμένα ἀργύρια, μὲ τὰ ὁποῖα ἐπώλησεν ὁ Ἰούδας τὸν Χριστόν! Ὁμοίως δυστυχισμένα, ἀφωρισμένα, κατηραμένα εἶναι καὶ ἐκεῖνα τὰ ἀργύρια, μὲ τὰ ὁποῖα ἡμεῖς πωλοῦμεν τὸν Χριστόν· πωλοῦμεν τὴν θείαν Χάριν, πωλοῦμεν τὰ Μυστήρια!

Τοιούτου εἴδους ἀργύρια πρῶτον μὲν ποῖον ὠφελοῦσιν; Ἡμᾶς; Ὄχι βέβαια. Αἱ κατάραι καὶ οἱ ἀφορισμοί, ὅπου εἶναι ἐπάνω εἰς ταῦτα τὰ ἀργύρια, δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ τὰ χαρῶμεν. Ὄχι, μάλιστα διὰ ταῦτα μᾶς πνίγει μία κακὴ ἀσθένεια, μία αἰφνίδιος συμφορὰ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, εἰς δὲ τὴν ἄλλην μᾶς ἀναμένει ἡ αἰώνιος κόλασις. Δεύτερον, τοιούτου εἴδους ἀργύρια ὁ Θεὸς δὲν τὰ θέλει διὰ τὸν Ναόν Του, διὰ τὴν Ἐκκλησίαν Του· «οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν» (Ματθ. κζ’ 6). Μὲ τοιούτου εἴδους ἀργύρια, τὰ ὁποῖα εἶναι πληρωμὴ τῆς σιμωνίας, κέρδη τῆς φιλαργυρίας μας, ἀφορμὴ τῆς ἱεροσυλίας μας καὶ παρανομίας μας, κλοπαὶ (διότι καὶ ὁ Ἰούδας κλέπτης ἦτο καὶ λῃστὴς τῶν ἐκκλησιαστικῶν εἰσοδημάτων), δὲν ἀνακαινίζονται Ἐκκλησίαι, δὲν κτίζονται παλάτια, δὲν ἀγοράζονται ὑποστατικά, ἀλλὰ μνημεῖα καὶ τάφοι. Αὐτὰ δὲν ὠφελοῦν, ἔστω καὶ εἰς ὀλίγον, τοὺς ἰδικούς μας, ἀλλὰ τοὺς ξένους καὶ μόνον τοὺς ξένους· «εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις» (ἔνθ. ἀνωτ.). Ἀλλ’ ἐγὼ βλέπω, ὅτι ὁ ἀνεξίκακος Ἰησοῦς ὑποδέχεται τὸν Ἰούδαν καὶ δὲν σικχαίνεται τὸ δόλιον αὐτοῦ φίλημα, μάλιστα μὲ πολλὴν συμπάθειαν τὸν ὀνομάζει φίλον· «Ἐταῖρε (φίλε), ἐφ ᾧ πάρει;» (Ματθ. κϛ’ 50). Διὰ ποῖον λοιπὸν λέγει· «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου»; (ἔνθ’ ἀνωτ.). Ἴσως διὰ τὸ ράπισμα, τὸ ὁποῖον τοῦ ἔδωσεν ἕνας ὑπηρέτης ἀχρεῖος καὶ τολμηρός.