Τῇ Ἁγίᾳ καὶ ΜΕΓΑΛῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ διδαχὴ εἰς τὸ Σωτήριον ΠΑΘΟΣ, Ἡλίου Μηνιάτη, ἐπισκόπου Κερνίκης καὶ Καλαβρύτων, ἐλαφρῶς διασκευασμένη κατὰ τὴν φράσιν.

Ψευδομάρτυρες, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ἔλεγον τὴν ἀλήθειαν, καταθέτοντες αὐτουσίους τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους εἶπεν ὁ Χριστός, ψεύδονται ὅμως, διότι δὲν τοὺς λέγουν μὲ τὸν σκοπὸν ἐκεῖνον, μὲ τὸν ὁποῖον τοὺς εἶπεν ὁ Χριστός. Ψευδομάρτυρες εἶσθε καὶ σεῖς ὅσοι ἂν καὶ λέγετε τὰ ἴδια λόγια, τὰ ὁποῖα ἠκούσατε, ὅμως δὲν τὰ λέγετε μὲ τὴν ἔννοιαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐκεῖνα ἐλέχθησαν. Ἐκεῖνος τὰ εἶπε μὲ ἄλλον σκοπόν, σεῖς τὰ παρεξηγεῖτε κατὰ τὸν σκοπόν σας, ὅπως οἱ ὀνειροκρῖται, οἵτινες ἐξηγοῦν κατὰ τὸν ἴδιον σκοπὸν τὰ ὄνειρα· «τῶν φανέντων ἐν ταῖς καθ’ ὕπνον φαντασίαις, πρὸς τὸν οἰκεῖον σκοπὸν τὰς ἐξηγήσεις ποιούμενοι» (Βασ. λόγ. θ’ εἰς τὴν ἑξαήμ.). Θέλων δὲ ὁ Κύριος νὰ δώσῃ πρέπουσαν τινὰ καὶ μετρίαν ἀπόκρισιν πρὸς Ἄνναν τὸν ἀρχιερέα, λαμβάνει ἀπὸ ὑπηρέτην τινὰ ράπισμα εἰς τὸ πρόσωπον· «Εἷς τῶν ὑπηρετῶν παρεστηκὼς ἔδωκε ράπισμα τῷ Ἰησοῦ» (Ἰωάν. ιη’ 22). Ποῦ ἦσαν τότε αἱ ἀστραπαὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ δὲν κατέκαυσαν εὐθὺς τὴν παράνομον δεξιάν; Πῶς δὲν ἠνοίχθη ἡ γῆ νὰ καταπίῃ ζῶντα τὸν ἱερόσυλον ὑπηρέτην; Καὶ μ’ ὅλον τοῦτο ὁ μακρόθυμος Ἰησοῦς ἠρκέσθη δι’ ἑνὸς μόνον παραπονετικοῦ λόγου νὰ τὸν ἐλέγξῃ· «Εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις;» (αὐτόθι 23).

Καλά ἀλλ’ ὁ Χριστὸς εἰς τὰ τόσα ἄλλα ραπίσματα καὶ τοὺς ἐμπτυσμούς, οἱ ὁποῖοι ἠλλοίωσαν τὴν μορφὴν τοῦ προσώπου του, ὑπέμεινε καὶ ἐσιώπα. Εἰς τὰς τόσας μάστιγας, τὰς ὁποίας ἔλαβεν ἐντὸς τοῦ πραιτωρίου τοῦ Πιλάτου καὶ διὰ τῶν ὁποίων κατεξέσχισαν τὰς ἁγίας σάρκας του, ὑπέμεινε καὶ ἐσιώπα· εἰς τὴν Σταύρωσιν, τὴν ὁποίαν ὑπέστη ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὸν Γολγοθᾶν, ὑπέμεινε καὶ ἐσιώπα καὶ ἐδῶ δι’ ἓν μόνον ράπισμα, τὸ ὁποῖον ἔλαβε μέσα εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχιερέως Ἄννα, δὲν ὑπομένει καὶ δὲν σιωπᾷ; Ναί· δι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον. Διὰ μὲν τὰς καταφρονήσεις, τὰς ὁποίας λαμβάνει ὁ Χριστὸς εἰς τὸ πραιτώριον τοῦ Πιλάτου, ἤτοι εἰς τὰς οἰκίας ἀνθρώπων λαϊκῶν, ὑπομένει· διὰ τὸ ὄνειδος τὸ ὁποῖον λαμβάνει ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν ἁγίαν Πόλιν, ἤτοι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν του, εἰς χώρας ἀπίστων καὶ ἀσεβῶν ὑπομένει· ἀλλὰ νὰ ραπίζεται, νὰ καταφρονῆται, νὰ ὀνειδίζεται καὶ ἐντὸς τοῦ οἴκου ἑνὸς ἀρχιερέως, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔπρεπε νὰ ἔχῃ ἐξαίρετον σέβας, ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν ἑνὸς ἀρχιερέως, ὅστις ἔπρεπε νὰ χύνῃ τὸ αἷμά του διὰ τὴν τιμὴν τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς νὰ μὴ ἀποτρέψῃ τὸν δοῦλον ἀπὸ τὴν κακὴν πράξιν, νὰ μὴ εἴπῃ ἕνα λόγον, διὰ νὰ προστατεύσῃ τὸν κρινόμενον; Ὁ Χριστός, ὅστις ὅλα τὰ ὑπομένει μὲ σιωπήν, τοῦτο μόνον δὲν ὑπομένει, ἀλλ’ ὁμιλεῖ καὶ ἴσως αὐτὸ νὰ εἶναι ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον εἶπε· «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (ἔνθ’ ἀνωτ.).