Δύο ἀρχιερεῖς εἶναι κριταὶ τοῦ Ἰησοῦ, Ἄννας καὶ Καϊάφας. Ἂν ὁ Ἰησοῦς ὁμιλῇ καὶ ἀποκρίνεται, ἐξοργίζεται ὁ Ἄννας καὶ βάλλει νὰ τὸν ραπίσωσιν· ἂν δὲν ὁμιλῇ καὶ σιωπᾷ ἐξοργίζεται ὁ Καϊάφας καὶ τὸν ἐξορκίζει νὰ ὁμιλήσῃ· «Ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ἵνα ἡμῖν εἴπῃς, εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. κϛ’ 63). Πῶς νὰ φερθῇ τώρα μὲ τοιούτους ἀρχιερεῖς ὁ Χριστός; Ἂν ὁμιλήσῃ, κατακρίνεται ὡς πταίστης, ἂν σιωπήσῃ, νομίζεται ὡς μωρός. Ἀλλ’ ὦ ἀνίερε ἀρχιερεῦ, τί ἐξορκίζεις; Τὶ ζητεῖς ψευδομάρτυρας; Τί συγχίζεσαι νὰ μάθῃς, τίς ἆρα νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς; Ἐδῶ κάτω εἰς τὴν αὐλήν σου εἶναι εἷς Μαθητὴς του, ἐκεῖνον κάλεσον καὶ ἐρώτησε νὰ σοῦ εἴπῃ τὴν ἀλήθειαν. Ποῦ εἶσαι, Πέτρε; Ἐλθὲ σὺ νὰ μαρτυρήσῃς, τίς εἶναι οὗτος ὁ ἄνθρωπος; «Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον» (Ματθ. κϛ’ 72), ἀποκρίνεται ὁ Πέτρος. Πῶς; Δὲν γνωρίζεις, ὦ Πέτρε, Ἐκεῖνον τὸν θεῖον Διδάσκαλον, τοῦ ὁποίου τρεῖς τώρα χρόνους εἶσαι Ἀπόστολος καὶ Μαθητής; Δὲν γνωρίζεις Ἐκεῖνον, ὅστις ἀπὸ ἁλιέα τῶν ἰχθύων, σὲ ἔκαμεν ἁλιέα τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν; Ἐκεῖνον, ὅστις σοῦ ἔδωκε τὰς κλεῖς τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν; Ἐκεῖνος ὅστις χθὲς σοῦ ἔνιψε τοὺς πόδας καὶ σὲ ἐκοινώνησε τὸ θεῖον Σῶμα καὶ Αἷμά Του; «Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον», ἀποκρίνεται καὶ δεύτερον, ὁ Πέτρος. Δὲν εἶναι Ἐκεῖνος ὁ ἴδιος, διὰ τὸν ὁποῖον σὺ αὐτὸς ὡμολόγησας εἰπών· «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος;» (αὐτόθι ιϛ’ 16), δὲν εἶναι Ἐκεῖνος, διὰ τὸν ὁποῖον ὀλίγον πρωτύτερα ἔλεγες, ὅτι ἀντὶ νὰ τὸν ἀρνηθῇς ἐπιθυμεῖς κάλλιον νὰ ἀποθάνῃς; Σὺ αὐτὸς δὲν εἶπες· «Τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω;» (Ἰωάν. ιγ’ 37). Καὶ τρίτον ὅμως ὁ Πέτρος ἀποκρίνεται· «Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον».
Ὁ Πέτρος ὁ θερμὸς φίλος τοῦ Χριστοῦ, ὅταν εἶδε τὴν δόξαν Αὐτοῦ μεταμορφωμένου εἰς τὸ Θαβώρ, ἤθελε νὰ εἶναι μαζί Του αἰωνίως· «Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (Ματθ. ιζ’ 4)· εἰς τὸ Πάθος Του ὅμως δὲν τὸν γνωρίζει καὶ τὸν ἀρνεῖται, τρεῖς φοράς. Ὦ φιλίαι ἀκατάστατοι! Ὦ ταξίματα ψευδῆ! Ὦ καρδίαι ἄπιστοι τῶν ἀνθρώπων! Ὦ πάθος! Ὦ πόνος! Ὦ λύπη εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ Ἰησοῦ, διὰ τὴν ὁποίαν ἠμπορεῖ ἀληθινὰ νὰ εἴπῃ· «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Ἄ! Πέτρε, Πέτρε· σὺ κάνεις ὅρκον ὅτι δὲν Τὸν γνωρίζεις καὶ βεβαιώνεις σταθερὰ λέγων· «Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον»· ἀλλ’ ὁ Πιλᾶτος σὲ ἐλέγχει καὶ παρρησιάζων τὸν Ἰησοῦν ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν παντὸς τοῦ λαοῦ, λέγει· «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. ιθ’ 6).