Ὦ Θεέ μου! τὶ ἀκούω! Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἐξωρισμένη ἀπὸ τὰ κριτήρια; Πιλᾶτε, σκέψου καλὰ τὶ κάμεις· σὺ ἐλευθερώνεις τὸν Βαραββᾶν· ἀλλ’ αὐτὸς εἶναι ἕνας λῃστής, μαθημένος εἰς τὰς ληστείας καὶ τὰ αἵματα, εἰς τὴν φυλακὴν καὶ τὰ σίδηρα, εἰς τὰ ὁποῖα ἐστάθη τόσον καιρόν, αὐτὸς δὲν ἤλλαξε γνώμην· πάλιν θέλει ὑπάγει νὰ καιροφυλακτῇ εἰς τὰς ὁδούς, πάλιν θέλει κάμει χειρότερα κακὰ ἀπὸ τὰ πρῶτα καὶ σὺ θὰ εἶσαι ἡ αἰτία. Τί λέγεις; Δὲν ὁμιλεῖς; Σὺ ἀποφασίζεις εἰς τὸν Σταυρὸν τὸν Χριστόν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς δὲν θέλει ὑποφέρει τὴν τοσαύτην παρανομίαν. Ἡ πόλις Ἱερουσαλὴλ θέλει ἐρημωθῆ καὶ δὲν θέλει μείνει πέτρα ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν· ὁ λαὸς τῶν Ἑβραίων θέλει χάσει τὴν ἐλευθερίαν, τὴν Ἱερωσύνην καὶ τὸ βασίλειον, καὶ σὺ θὰ εἶσαι ἡ αἰτία. Τί λέγεις; Δὲν ἀποκρίνεται ὁ Πιλᾶτος, δὲν ἀκούει, διότι εἷς λόγος τοῦ ἔφραξε τὰ ὦτα. Ἂν ἐλευθερώσῃς τὸν Ἰησοῦν (τοῦ εἶπον), δὲν εἶσαι φίλος τοῦ Καίσαρος· «Ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος» (Ἰωάν. ιθ’ 12). Διὰ τὰ τέλη του ὁ ἄδικος κριτὴς δὲν βλέπει τὴν ἀλήθειαν, δὲν ἀπονέμει δικαιοσύνην! Ἀλλὰ τόσα κακά, ὅπου ἔχουν νὰ συμβοῦν; Ἂς χαλάσῃ ὁ κόσμος ὅλος, δὲν μὲ μέλει ἔχω τὰ τέλη μου, τὰ ὁποῖα τοιουτοτρόπως μοῦ ἐπιβάλλουν νὰ πράξω. Δὲν θέλω νὰ χάσω τὴν φιλίαν τοῦ Καίσαρος. Καὶ τὸ λοιπὸν εἷς λῃστής, ἄξιος διὰ τὸν σταυρόν, ἐλευθερώνεται. Εἷς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἄξιος νὰ προσκυνῆται, ἀποθνῄσκει εἰς τὸν Σταυρόν!
Αὐτὰ συμβαίνουσιν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι κρίνουν μόνον διὰ τὰ τέλη των. Χριστιανοί, ἐγὼ δὲν γνωρίζω, ἂν ἐστάθη ἄλλο μεγαλύτερον πάθος ἀπὸ αὐτό. Ὁ θειότατος Ἰησοῦς, χωρὶς κανένα ἔγκλημα, κατακρίνεται εἰς θάνατον. Ἐδῶ ὑπάρχει καὶ ἄκρα ἀτιμία, καὶ ἄκρα ἀχαριστία, καὶ ἄκρα συμφορά· τρία βέλη εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ Ἰησοῦ, τὰ ὁποῖα κάμνουν αὐτὴν ἀληθινὰ περίλυπον ἕως θανάτου. Καὶ ὅμως ἕως ἐδῶ εἶναι μόνον τὰ προοίμια τῶν παθῶν. Τὸ τέλος τῆς φρικτῆς αὐτῆς τραγῳδίας, ἐξίσταται ὁ νοῦς μου καὶ μόνον νὰ τὸ στοχάζεται. Δὲν τολμᾷ ἡ γλῶσσά μου νὰ τὸ ἐξηγήσῃ! Ἐδῶ ἐχρειάζοντο περισσότερα δάκρυα παρὰ λόγια (ἂν ὅμως ἦτο καὶ κανένα μέτρον δακρύων ἀρκετὸν) διὰ νὰ κλαύσῃ τις ἕνα θέαμα ἐλεεινόν, τοῦ ὁποίου ὅμοιον δὲν εἶδεν ἀκόμη ὁ ἥλιος. Τέλος πάντων ὁ Πιλᾶτος, ὅστις ὁμολογεῖ ἐνώπιον πάντων, ὅτι δὲν εὑρίσκει εἰς τὸν Ἰησοῦν οὐδενὸς εἴδους πταίσιμον· «οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. ιη’ 38), διὰ τέλη ὅμως κοσμικά, διὰ μάταιον φόβον, μήπως χάσῃ τὴν φιλίαν τοῦ Καίσαρος, κλείει τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πλέον δὲν βλέπει οὔτε δικαιοσύνην, οὔτε ἀλήθειαν. Γνωρίζει, ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν Αὐτὸν καὶ προσπαθεῖ νὰ εὐχαριστήσῃ τοῦτον τὸν φθόνον. Ὅθεν τὸν παραδίδει εἰς τὰς χεῖρας τῶν Ἰουδαίων, ἀποφασισμένον εἰς θάνατον· «Παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ» (Ἰωάν. ιθ’ 16).