Ἰησοῦ μου, καὶ τὶ εἶναι τοῦτο, τὸ ὁποῖον, βλέπω; Ἀλλοίμονον! Ἴσως ἔχει δίκαιον ὁ Πέτρος νὰ λέγῃ, ὅτι δὲν σε γνωρίζει, διότι καθὼς σὲ κατέστησε τὸ μῖσος τῶν Ἰουδαίων, σὺ εἶσαι ἀγνώριστος. Πῶς ἔχασε τὸ εἶδος καὶ τὸ κάλλος τὸ πρόσωπον αὐτό, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ τροφὴ καὶ ἡ χαρὰ τῶν Ἀγγέλων; Τόσον πολὺ τὸ ἠλλοίωσαν οἱ ἐμπτυσμοὶ καὶ τὰ ραπίσματα; Τίνος ἕνεκεν ρέει τόσον αἷμα, ἀπὸ ὅλα τὰ καθαρώτατα μέλη Σου; Τίνος ἕνεκεν αἱ τόσαι πληγαί, ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς, εἰς τρόπον ὥστε φαίνεσαι ὅλος μία πληγή; Πόθεν ὑπέστης τὸ τόσον φρικτὸν μαρτύριον τῆς ἀχράντου Σαρκός Σου; Αὐτὰ ὅλα ἔκαμαν αἱ μάστιγες τοῦ Πιλάτου. Καὶ ποῖον ὑπῆρξε τὸ πταίσιμόν Σου; Αὐτὸ ἀκριβῶς· ὅτι δὲν εἶχες κανένα πταίσιμον· «Ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω» (Ἰωάν. ιθ’ 4). Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὸς ὁ στέφανος, τὸν ὁποῖον φορεῖς; Στέφανος ἀκάνθινος, ὅστις βαλλόμενος μὲ βίαν εἰς τὴν κεφαλήν, κεντᾷ μὲ ὀξεῖαν καὶ ἀνυπόφορον βάσανον. Καὶ τὸ κόκκινον ἔνδυμα! Χλαμὺς πενιχρά, μὲ τὴν ὁποίαν οἱ στρατιῶται τὸν ἐνέδυσαν δι’ ἐμπαιγμὸν ὡς βασιλέα τῶν Ἰουδαίων. Τοῦτο, ναί· εἶναι πάρα πολύ. Δὲν ἀρκεῖ ἡ βάσανος, ἂν δὲν συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ἀτιμίαν; Ἄκρον πάθος καὶ ἄκρον ὄνειδος; Ποῖος ἄλλος ἔπαθε τόσα; Ποῖος ὠνειδίσθη τόσον, ὅπως Σύ, ἀθωότατε Ἰησοῦ; Τοῦτο βέβαια εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον Σὲ ἔκαμε νὰ εἴπῃς· «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (ἔνθ’ ἀνωτ.).
«Ἴδε ὁ ἄνθρωπος»· ποῦ εἶσαι ἤδη, Πέτρε; Γνωρίζεις τώρα τοῦτον τὸν ἄνθρωπον; Ὁ Πέτρος ἤδη μετανοημένος, ἀπὸ τὴν κατάνυξιν καὶ ἐντροπήν, δὲν σηκώνει τοὺς ὀφθαλμοὺς νὰ ἴδῃ, ἀλλὰ τοὺς ἔκαμε δύο βρύσεις πικροτάτων δακρύων· «καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. κϛ’ 75, Λουκ. κβ’ 62). «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Μαρία, πικραμένη Μῆτερ, γνωρίζεις τὸν γλυκύτατόν Σου Υἱόν; Ποῦ νὰ τὸν ἴδῃ μέσα εἰς τόσον ἀλαλαγμόν, εἰς τόσην σύγχυσιν τῶν Ἰουδαίων! «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Ἴδε Αὐτὸν ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς Σύ, ὦ προαιώνιε Πάτερ, ἰδὲ Ἐκεῖνον τὸν ἀγαπητὸν Υἱόν, τὸν ὁποῖον ἐκ γαστρὸς πρὸ Ἑωσφόρου ἐγέννησας. Ἀλλὰ κατὰ τὴν ὥραν καὶ ὁ οὐράνιος Πατὴρ ἐσκέπασε μὲ τὰς πτέρυγας τῶν Σεραφὶμ τὰ μακάρια ὄμματα, διὰ νὰ μὴ βλέπῃ τὸ πάθος τοῦ Υἱοῦ, τὸν ὁποῖον ἤδη παρέδωκεν εἰς θυσίαν. «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος»· ποῦ εἶσθε Ἀπόστολοι καὶ Μαθηταί; Αὐτοὶ ὅλοι τὸν ἀφῆκαν καὶ ἔφυγον. Καὶ λοιπὸν οὗτος εἶναι εἷς δυστυχὴς ἄνθρωπος, ὅστις δὲν ἔχει οὐδένα φίλον νὰ τὸν ἴδῃ καὶ νὰ τὸν λυπηθῇ; Ἀρχιερεῖς, πρεσβύτεροι, γραμματεῖς τῶν Ἰουδαίων· «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος»·