Τῇ Ἁγίᾳ καὶ ΜΕΓΑΛῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ διδαχὴ εἰς τὸ Σωτήριον ΠΑΘΟΣ, Ἡλίου Μηνιάτη, ἐπισκόπου Κερνίκης καὶ Καλαβρύτων, ἐλαφρῶς διασκευασμένη κατὰ τὴν φράσιν.

Ἀπέθανε καὶ ὁ Ἰωάννης, ἀλλ’ ὄχι εἰς τὸν σταυρόν. Ἐκεῖνος ἀπεκεφαλίσθη, ὅπερ εἶναι θάνατος τιμημένος καὶ ἔνδοξος· ὁ δὲ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, νὰ ἀποθάνῃ ἐπάνω εἰς ἕνα Σταυρόν, ὡς λῃστής, ἐν μέσῳ δύο κακούργων;

Αὐτὸς ἔμελλε νὰ εἶναι ἀρχηγὸς μιᾶς νέας Πίστεως, τὴν ὁποίαν ἤθελε νὰ κάμῃ νὰ κηρύξωσιν εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ λοιπὸν ποίαν ὑπόληψιν ἔμελλον νὰ ἔχωσιν οἱ ἄνθρωποι διὰ ἕνα τοιοῦτον διδάσκαλον, ὅστις διὰ τοιούτου θανάτου ἀπέθανεν ὡς λῃστής; Πῶς νὰ δεχθῶσι μίαν Πίστιν, τὴν ὁποίαν ἐδίδαξεν ἀπὸ τὴν καθέδραν ἑνὸς Σταυροῦ, ὅστις ἦτο ὄργανον ἀτιμοτάτου θανάτου; Ἀλλὰ τοῦτο εἶναι τὸ θαῦμα Χριστιανοί. Ὅλος ὁ κόσμος ἐγνώριζεν, ὅτι ἡ Πίστις τοῦ Χριστοῦ ἦτο διδασκαλία ἑνὸς Ἐσταυρωμένου. Ὁ Παῦλος δὲν ἐντρέπεται νὰ τὸ κηρύττῃ φανερά· «Ἡμεῖς πιστεύομεν εἰς Χριστὸν καὶ τοῦτον Ἐσταυρωμένον» (Α’ Κορινθ. β’ 2). Καὶ μ’ ὅλον τοῦτο ὅλος ὁ κόσμος ἐδέχθη τοιαύτην Πίστιν. Ὅλος ὁ κόσμος κατεπείσθη, ὅτι οὗτος, ὅστις ἀπέθανεν ὡς λῃστής, ὡς ἐπικατάρατος ἐπάνω εἰς ἕνα Σταυρόν, εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Τοῦτο δὲν ἠδύνατο νὰ γίνῃ μὲ ἀνθρωπίνην δύναμιν. Ἔγινε; Τότε ἔγινε μὲ δύναμιν θείαν, Θεία εἶναι λοιπὸν ἡ Πίστις τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ. Ὅθεν ἔπρεπε νὰ ἀποθάνῃ μὲ τοιοῦτον θάνατον, διὰ νὰ βεβαιώσῃ μάλιστα τὴν ἀλήθειαν τῆς Πίστεώς του. Ἔπρεπε ν’ ἀποθάνῃ ὡς ἐπικατάρατος, προσθέτει ὁ Ἀπόστολος, διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ ἡμᾶς ἀπὸ τὴν κατάραν. «Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ Νόμου, γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα» (Γαλατ. γ’ 13). Ἔπρεπε νὰ ἀποθάνῃ ὄχι ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀποκεφαλισμένος (λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος), ἀλλὰ μᾶλλον Ἐσταυρωμένος, ἤτοι χωρὶς διαίρεσιν τῶν ἁγίων Αὐτοῦ μελῶν. Μὲ τὸ Σῶμα δηλαδὴ ἀδιαίρετον καὶ ὁλόκληρον. Διὰ νὰ ἀφήσῃ σημεῖον, ὅτι οὕτω ἡνωμένον καὶ ἀδιαίρετον θέλει καὶ τὸ νοητὸν Αὐτοῦ Σῶμα, τὴν ἁγίαν Του δηλαδὴ Ἐκκλησίαν· «Οὐδὲ τὸν Ἰωάννου θάνατον ὑπέμεινε, διαιρουμένης τῆς κεφαλῆς, ἵνα καὶ ἐν τῷ θανάτῳ ἀδιαίρετον καὶ ὁλόκληρον τὸ Σῶμα φυλάξῃ καὶ μὴ πρόφασις τοῖς βουλομένοις διαιρεῖν τὴν Ἐκκλησίαν γένηται» (λόγος περὶ ἐνανθρωπήσεως).

Ἐσταυρωμένε μου Ἰησοῦ, ἐγὼ ὅταν στοχάζωμαι τὰ Πάθη Σου, τοὺς πόνους Σου, τὴν ὑπομονήν Σου, ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος κλαίω πικρὰ ὅπως ὁ Πέτρος· ἐγὼ αἰσθάνομαι νὰ σχίζεται ἀπὸ τὴν συντριβὴν ἡ καρδία μου, καθὼς ἐσχίσθησαν αἱ πέτραι εἰς τὸν θάνατόν Σου· ἀλλὰ πάλιν ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἐγὼ ὅλος χαίρομαι, ὅλος εὐφραίνομαι, ὅλος παρηγοροῦμαι καὶ δοξάζω τὴν ἄκραν Σου συγκατάβασιν, διότι τότε μάλιστα ἐγὼ πείθομαι, ὅτι ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον πιστεύω, εἶναι ἀληθινὰ Θεός.