Χριστιανὸς θέλει νὰ εἴπῃ ἄνθρωπος ἐξαγορασμένος διὰ τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν τυραννίδα τοῦ διαβόλου· θέλει νὰ εἴπῃ ἄνθρωπος, ὅστις ὀφείλει τὴν τιμὴν τῆς σωτηρίας του εἰς τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, θέλει νὰ εἴπῃ ψυχὴ σεσημειωμένη καὶ ἐσφραγισμένη διὰ τὸν Παράδεισον. Ἀλλ’ ἀπὸ τοὺς τοιούτους Χριστιανούς, πόσους κερδίζει καθ’ ἑκάστην ὁ διάβολος; Πόσους δέχεται καθ’ ἑκάστην ἡ κόλασις; Πόσον ἄθλια χάνονται ψυχαὶ κερδισμέναι μὲ τόσον κόπον; Τοῦτο εἶναι τὸ μεγαλύτερον πάθος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τὸ ὁποῖον ἔλεγε· «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Ὅταν ἐκεῖ εἱς τὸν Κῆπον ἤρχισε νὰ λυπῆται καὶ νὰ ἀδημονῇ, δὲν τὸ ἔκαμνε, διότι προέβλεπε τὸν θάνατόν του, ἀλλὰ διότι προέβλεπε τὴν ἀχαριστίαν μας. Δὲν εἶναι τὸ βάρος τοῦ Σταυροῦ, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐφαντάζετο, ἀλλὰ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, τὸ ὁποῖον ὡς Θεὸς προεγνώριζε καὶ αὐτὸ τὸν ἔκαμε νὰ ἱδρώσῃ τὸ αἷμα.
Ἐγὼ ὑπάγω νὰ ἐξαγοράσῳ (νομίζω νὰ ἔλεγεν) ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπεν αἰωνίως νὰ κολάζωνται εἰς τὸν ᾍδην· καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐξαγοράσω μὲ τόσους πόνους, μὲ τόσα πάθη, μὲ τόσον αἷμα, μὲ τόσην ἀγωνίαν ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν, πρόκειται νὰ βλέπω ἀπὸ τούτους τοὺς ἰδίους ἀνθρώπους τὸν ἕνα νὰ μὲ πωλῇ ὅπως ὁ Ἰούδας, διὰ φιλαργυρίαν· τὸν ἄλλον νὰ μὲ ἀρνῆται ὅπως ὁ Πέτρος, μὲ ἐπιορκίας καὶ ψεύματα· τοῦτον νὰ προτιμᾷ ἀντ’ ἐμοῦ τὸν Βαραββᾶν, διὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ ὄρεξιν· ἐκεῖνον νὰ μὲ μαστιγώνῃ, μὲ τὴν ἡδονὴν τῆς σαρκὸς καὶ ὅλοι νὰ μὲ σταυρώνουν μὲ κάθε εἴδους ἁμαρτίαν. Ὤ! «Τὶς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου!» (Ψαλμ. κθ’ 10). Καὶ λοιπὸν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἰδίους ἀνθρώπους, διὰ τὴν ἀγάπην τῶν ὁποίων ἐγὼ ἐσταυρώθην, θέλω ἀναβιβασθῆ καὶ πάλιν εἰς τὸν Σταυρόν; Ὤ! «Τὶς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου!». Καὶ λοιπὸν ἐκεῖνο τὸ Αἷμά μου, τὸ ὁποῖον ἔχυσα ὅλον, ἐγὼ πρόκειται νὰ βλέπω νὰ τὸ καταπατοῦν μέσα ες τὰ θυσιαστήρια Ἱερεῖς ἀνευλαβεῖς; Νὰ τὸ καταφρονοῦν λαϊκοὶ ἀκοινώνητοι; ἢ θέλω ἀκούει νὰ τὸ βλασφημοῦν καὶ εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ εἰς τὰ καπηλεῖα μικροὶ καὶ μεγάλοι; Λοιπὸν καθ’ ἕκαστον χρόνον εἰς τὰς Ἐκκλησίας τῶν Χριστιανῶν θέλει γίνεσθαι ἡ ἀνάμνησις τῶν Παθῶν μου, ὡς μία ἁπλῆ ἱστορία; Θέλει παρρησιάζεται ὁ Σταυρός μου, ὡς μία σκηνὴ ἀπὸ ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι φαίνονται εἰς τὰ θέατρα; Διὰ ποίους λοιπὸν ἔπαθα; Καὶ διὰ ποίους ἀπέθανα; Δι’ ἀνθρώπους ἀχαρίστους, οἱ ὁποῖοι ἢ δὲν γνωρίζουν ἢ δὲν θέλουν τὴν εὐεργεσίαν μου. Ὤ! «Τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου!». Ὤ! διὰ τοῦτο «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου».