Τῇ Ἁγίᾳ καὶ ΜΕΓΑΛῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ διδαχὴ εἰς τὸ Σωτήριον ΠΑΘΟΣ, Ἡλίου Μηνιάτη, ἐπισκόπου Κερνίκης καὶ Καλαβρύτων, ἐλαφρῶς διασκευασμένη κατὰ τὴν φράσιν.

Βέβαια εἰς αὐτὴν δύο πράγματα ἠμποροῦν νὰ λυπήσωσιν ὑπερβαλόντως τὴν ψυχὴν τοῦ Ἰησοῦ· ἕνα, μία μεγάλη καταφρόνησις. Θέλω νὰ εἴπω, ὅτι ὁ Ἰούδας δὲν τὸν ἐγνώρισε διὰ Υἱὸν Θεοῦ, τὸν ἐγνώριζεν ὅμως διὰ ἕνα ἄνθρωπον, ὅστις εἶχε μίαν δύναμιν θείαν νὰ κάμῃ ἄπειρα θαύματα. Ἕνα ἰατρόν, ὅστις μὲ ἕνα λόγον τοῦ στόματος, ἢ μὲ ἕνα ἐγγίξιμον τῆς χειρὸς φωτίζει τυφλούς, καθαρίζει λεπρούς, ἰατρεύει ἀσθενεῖς, ἀνασταίνει νεκρούς. Ἕνα θαυματοποιὸν Προφήτην, ὅστις προλέγει τὰ μέλλοντα, ὅστις γνωρίζει τὰ κρύφια, ὅστις περιπατεῖ ἀβρόχως ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ὅστις ἐξουσιάζει τοὺς ἀνέμους, ὅστις διώκει τοὺς δαίμονας, δυστυχισμένε Ἰούδα, τί ἀξίζει; Καὶ τοιοῦτον ἄνθρωπον πωλεῖς διὰ τριάκοντα ἀργύρια; Μὲ ἄλλα τόσα ἐνομοθέτησεν ὁ Μωϋσῆς νὰ πληρώνεται ὁ φόνος ἑνὸς δούλου· τόσον καταφρονεῖται ὁ Ἰησοῦς! Ἄλλο ὑπομονὴ νὰ πωλῆται, ἀλλὰ νὰ πωλῆται ἀπὸ ἕνα Ἀπόστολον! Τί κακὸν παράδειγμα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν! Οἱ Ἀπόστολοι νὰ πωλοῦν τὸν Χριστόν; Ἤτοι οἱ Ἱερεῖς τὴν θείαν Χάριν; Μεγάλον πρᾶγμα! Ἀνάμεσα εἰς τοὺς Ἀποστόλους ἐκεῖνος μόνος ἐκολάσθη, ὅστις ἠγάπα τὰ ἀργύρια. Κατηραμένη φιλαργυρία, πρώτη καὶ κυρία ἀφορμή, διὰ τὴν ὁποίαν καὶ τὴν πίστιν μας παραδίδομεν καὶ τὴν ψυχήν μας κολάζομεν!

Ἐδῶ σᾶς παρακαλῶ, Χριστιανοί, νὰ σημειώσετε ἕνα πρᾶγμα ἄξιον στοχασμοῦ. Ἐκεῖνα τὰ ἀργύρια, τὰ ὁποῖα ἐπῆρεν ὁ Ἰούδας πωλήσας τὸν Χριστόν, τὸν ὠφέλησαν τίποτε; Μὲ ἐκεῖνα ἠγόρασε κανὲν ὑποστατικὸν διὰ νὰ κυβερνηθῇ; Ἔκαμε ροῦχα νὰ ἐνδυθῇ; Τὰ ἔφαγε; Τὰ ἔπιε; Τὰ ἐχάρη μὲ κανένα τρόπον; Οὐδόλως· τίποτε. Μάλιστα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα τὸν ἐτύφλωσαν καὶ ἐπώλησε τὸν Χριστόν, αὐτὰ τὸν ἐτύφλωσαν καὶ ἔπεσεν εἰς ἀπόγνωσιν καὶ ἀπελπισίαν· ἐκρεμάσθη, ἐκολάσθη. Εἰς τοῦτο καὶ μόνον τὸν ὠφέλησαν ὅτι μὲ ἐκεῖνα ἠγόρασε τὴν ἀγχόνην καὶ τὴν κόλασιν. «Καὶ ρίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματθ. κζ’ 5). Καλὰ ἐκεῖνα δὲν ὠφέλησαν τὸν Ἰούδαν· ἐξωδεύθησαν ἆρά γε εἰς κανὲν ἔργον θεάρεστον; Εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ Ναοῦ; Οὔτε τοῦτο· ἐκεῖνος ἐπῆγε καὶ τὰ ἔρριψεν εἰς τὸν Ναόν, ἀλλ’ οἱ ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ δὲν τὰ ἐδέχθησαν· «Δὲν εἶναι πρέπον, εἶπον, νὰ βάλωμεν μέσα εἰς τὸ σκευοφυλάκιον τὰ ἀργύρια αὐτά, τὰ ὁποῖα εἶναι κατηραμένα» (αὐτόθι 6). Ὄχι, ὄχι, ὁ Θεὸς δὲν θέλει εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ Ναοῦ τὰ ἀργύρια ταῦτα, τὰ ὁποῖα εἶναι παρόνομα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἱερόσυλα, μὲ τὰ ὁποῖα ἐπωλήθη τὸ αἷμα ἑνὸς ἁνθρώπου· «Οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστι» (Ματθ. κζ’ 6).