Τῇ Ἁγίᾳ καὶ ΜΕΓΑΛῌ ΠΑΡΑΣΚΕΥῌ διδαχὴ εἰς τὸ Σωτήριον ΠΑΘΟΣ, Ἡλίου Μηνιάτη, ἐπισκόπου Κερνίκης καὶ Καλαβρύτων, ἐλαφρῶς διασκευασμένη κατὰ τὴν φράσιν.

Ὅθεν δὲν τὸν λυπεῖται οὐδόλως καὶ τὸν παραδίδει εἰς θάνατον· «ὃς γε τοῦ ἰδίου Υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν Αὐτόν» (Ρωμ. η’ 32). Καὶ διὰ ποῖον τέλος; Διὰ νὰ ὑπάγῃ νὰ προσηλώσῃ εἰς τὸν Σταυρὸν τὸ παλαιὸν ἐκεῖνο ἔνδυμα τῆς ἁμαρτίας· διὰ νὰ πληρώσῃ μὲ τὸ Αἷμά Του τὴν θείαν Δικαιοσύνην· διὰ νὰ ἐξιλεώσῃ τὸν Θεόν· διὰ νὰ δικαιώσῃ τὸν ἄνθρωπον· «ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Β’ Κορινθ. ε’ 21).

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ Ἰησοῦς ἐγκαταλελειμμένος καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὸν θεῖον Αὐτοῦ Πατέρα, ὅστις μίαν φορὰν παρέδωκεν Αὐτὸν καὶ εἰς τὴν Γῆν ἀπὸ τοὺς Μαθητάς Του, τῶν ὁποίων μερικοὶ ἀπεκοιμήθησαν, οἱ δὲ ἐπίλοιποι τὸν ἄφησαν καὶ ἔφυγον, μόνος χωρὶς καμμίαν βοήθειαν, ἀρχίζει νὰ λυπῆται καὶ νὰ ἀδημονῇ καὶ ἀπὸ τὸν πολὺν ἀγῶνα τῆς τεθλιμμένης ψυχῆς νὰ ἱδρώνῃ Αἷμα. Ἐγὼ ἤθελα εἴπει, ὅτι ἐπειδὴ μέσα εἰς ἕνα κῆπον, εἰς τὸν Παράδεισον τῆς τρυφῆς, ἐγράφησαν ἐκεῖναι αἱ δύο φοβεραὶ ἀποφάσεις· ἡ μία, ἡ ὁποία καταδικάζει τὸν Ἀδὰμ εἰς ἱδρῶτα· «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» (Γεν. γ’ 19)· ἡ ἄλλη, ἡ ὁποία καταδικάζει τὴν Εὔαν εἰς λύπην· «Ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα» (αὐτ. 16). Πάλιν εἰς ἕνα κῆπον τοῦ χωρίου Γεθσημανῆ ἱδρώνει ὁ Ἰησοῦς, διὰ νὰ πληρώσῃ διὰ τὸν ἱδρῶτα τοῦ Ἀδὰμ καὶ λυπεῖται, διὰ νὰ πληρώσῃ διὰ τὴν λύπην τῆς Εὔας καὶ οὕτω νὰ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν παλαιὰν ἐκείνην ἀρὰν τοὺς Προπάτορας. Ἀλλ’ ἐγὼ ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι, ὅταν τὸν βλέπω τόσον πολὺ νὰ ἀγωνίζεται καὶ νὰ λέγῃ μὲ ἕνα βαθύτατον ἀναστεναγμόν· «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Ἐκεῖνος πρωτύτερα εἶπεν, ὅτι τὸ Πάθος καὶ ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ δόξα Του· «Νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. ιγ’ 31)· Ἐκεῖνος δέχεται μὲ ὅλην τὴν ὑπομονὴν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός· «Πάτερ… οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς Σύ» (Ματθ. κϛ’ 39)· «γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Ματθ. ϛ’ 10)· Ἐκεῖνος δείχνει ὅλην τὴν προθυμίαν πρὸς τοὺς Μαθητάς· «Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν» (Ἰωάν. ιδ’ 31)· καὶ τώρα ἀδημονεῖ, ἀγωνίζεται, ἱδρώνει Αἷμα; Λυπεῖται καὶ ἡ λύπη του σχεδὸν τὸν φέρνει εἰς θάνατον; «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (ἔνθ’ ἀνωτ.). Ἀνάμεσα εἰς ὅσα ἔχει νὰ πάθῃ, τί εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον τόσον τὸν λυπεῖ; Ἆρά γε ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα;