Μεγάλη ἡ καταφρόνησις τοῦ Δαβίδ· ὁ ἴδιος υἱὸς νὰ τὸν διώξῃ ἀπὸ τὸν βασιλικὸν θρόνον, οἱ ὑπήκοοί του νὰ τὸν ἐγκαταλείψωσιν, οἱ δοῦλοί του νὰ τὸν κυνηγῶσι μὲ πέτρας καὶ νὰ τὸν συντροφεύουσι μὲ ὕβρεις, ὅταν αὐτός, φεύγων, μὲ γυμνοὺς πόδας, ἀνέβαινεν εἰς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, δεμένος ἀπὸ τοὺς στρατιώτας, στεφανωμένος μὲ ἀκάνθας, φορτωμένος μὲ τὸν Σταυρόν, συντροφευμένος ἀπὸ τὰς βλασφημίας καὶ ὀνειδισμοὺς μιᾶς ὁλοκλήρου πόλεως, νὰ ἀναβαίνῃ εἰς τὸν Γολγοθᾶν, διὰ νὰ λάβῃ ἄτιμον θάνατον ἀνάμεσα εἰς δύο λῃστάς, τοῦτο δὲν εἶναι ἕνα ἐλεεινότερον θέαμα; Ὁμολογῶ ὅτι πολὺς ἦτο ὁ πόνος τοῦ Ἰώβ, ἐστερημένου ἀπὸ τὰ τέκνα καὶ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα, ἀπερριμμένου εἰς μίαν κοπρίαν, πληγωμένου ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν. Ἀλλ’ αὐτὸς ἦτο ἕνας τύπος, μία σκιὰ τῶν πόνων καὶ τῶν πληγῶν τοῦ πολυπαθοῦς Υἱοῦ τῆς Παρθένου. Πολλὰ ἦσαν καὶ τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα ἔλαβον μετέπειτα ὅσοι ἐμιμήθησαν τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ ἐκεῖνα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἦσαν πάθη τοῦ σώματος, ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων ἔχαιρεν ἡ ψυχή· ἐκεῖνο ἦτο καὶ μαρτύριον καὶ στέφανος. Τὸ Πάθος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι πάθος καὶ σώματος καὶ ψυχῆς· ὅλον πάθος χωρὶς καμμίαν παρηγορίαν, θάνατος ὅλος ἀτιμία, μαρτύριον ὅλον λύπη καὶ λύπη θανάσιμος· «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Ματθ. κϛ’ 38).
Ἐγὼ γνωρίζω, διὰ ποῖον τέλος οἱ Διδάσκαλοι κηρύττουν τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ· διὰ νὰ παρακινήσωσι δηλαδὴ τοὺς Χριστιανοὺς εἰς συμπάθειαν καὶ εἰς δάκρυα. Ἐγὼ δὲν ἔχω τοιοῦτον σκοπόν, διότι τοιοῦτον σκοπὸν δὲν εἶχε καὶ ὁ Χριστός, ὅταν ἐπήγαινε νὰ ἀποθάνῃ· «Θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, ἔλεγε, μὴ κλαίετε ἐπ’ ἐμέ, πλὴν ἐφ’ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν» (Λουκ. κγ’ 28). Ἁμαρτωλοί, ὅσοι ἕως τώρα εἶσθε ἀμετανόητοι, κλαίετε, σᾶς λέγω καὶ ἐγώ, τὴν ἁμαρτίαν σας, κλαίετε τὴν κακίαν σας, κλαίετε τὴν κόλασίν σας καὶ κλαίετε ὁμοῦ τὴν δυστυχίαν τῶν τέκνων σας, εἰς τὰ ὁποῖα ἀφήνετε ὡς κληρονομίαν τὸ κακὸν παράδειγμα μιᾶς διεστραμμένης ζωῆς. Δὲν θέλω νὰ κλαύσητε τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ· θέλω μόνον ν’ ἀκούσητε ἀνάμεσα εἰς ὅλα τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ, ποῖον ἐστάθη τὸ μεγαλύτερον, διὰ τὸ ὁποῖον λέγει παραπονεμένος· «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (ἔνθ’ ἀνωτ.).