Λοιπὸν ζήτησον νὰ εὕρῃς σοφόν τινα καὶ φρόνιμον ἄνθρωπον, νὰ τὸν κάμῃς ἐξουσιαστὴν εἰς ὅλας τὰς πόλεις καὶ χώρας, τὰς ὁποίας ὁρίζεις, νὰ ἐξουσιάζῃ καὶ νὰ διοικῇ ὅλους τοὺς ἡγεμόνας καὶ ἄρχοντας τοῦ βασιλείου σου, νὰ τοὺς ἀναγκάσῃ νὰ συνάξουν ὅλα τὰ γεννήματα τῶν ἑπτὰ ἐτῶν τῆς εὐφορίας καὶ νὰ τὰ φυλάττουν εἰς ἀποθήκας, νὰ τὰ κυβερνοῦν δὲ μὲ γνῶσιν καὶ μετριότητα, διὰ νὰ τὰ ἔχετε ὕστερον καθ’ ὅλους τοὺς χρόνους τῆς ἀκαρπίας, ἵνα μὴ ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν οἱ δοῦλοι σου».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεὺς ἠγαλλιάσατο καὶ ἐγερθεὶς ἀπὸ τοῦ θρόνου κατεφίλει τὸν Ἰωσὴφ ἔμπροσθεν πάντων τῶν μεγιστάνων καὶ τοῦ λέγει· «Δὲν εὑρίσκεται ἄνθρωπος εἰς ὅλον τὸν κόσμον φρονιμώτερος σοῦ καὶ συνετώτερος, ἐπειδὴ ἔχεις πνεῦμα Θεοῦ καὶ σοῦ ἐφανέρωσε τὰ ἀπόκρυφα. Σὲ λοιπὸν χειροτονῶ καὶ ἐγὼ βασιλέα δεύτερον σήμερον, νὰ ὁρίζῃς ὅλην τὴν Αἴγυπτον, νὰ θανατώνῃς ἀνθρώπους, νὰ δίδῃς διορισμούς, νὰ χαρίζῃς δωρεάς, νὰ βραβεύῃς τοὺς ἐναρέτους καὶ νὰ παιδεύῃς τοὺς ἀτάκτους καὶ ἄφρονας καὶ νὰ διοικῇς ὅλα μου τὰ ὑπάρχοντα· ὅσα δὲ ἀποφασίσῃς νὰ εἶναι δεκτὰ καὶ βέβαια, ὡς νὰ τὰ ἐπρόσταζα ἐγὼ ὁ ἴδιος. Ταῦτα λέγων, ἔβαλεν εἰς τὸν δάκτυλον τοῦ Ἰωσὴφ τὸ βασιλικὸν δακτυλίδιον καὶ χρυσοῦν κλοιὸν εἰς τὸν τράχηλον. Ἐνδύσας δὲ αὐτὸν στολὴν βυσσίνην, τὸν ἀνεβίβασεν εἰς τὴν βασιλικὴν ἅμαξαν καὶ τὸν ἐκήρυξεν ὁ διαλαλητὴς ἔμπροσθεν τοῦ Φαραὼ βασιλέα πάσης γῆς Αἰγύπτου, νὰ ἐξουσιάζῃ τὰ πάντα ὡς τέκνον καὶ κληρονόμος του.
Βλέπετε, ἀκροαταί, εἰς πόσην δόξαν ἀνεβίβασεν ὁ πλουσιοβραβευτὴς Θεὸς τὸν δίκαιον Ἰωσὴφ καὶ πόσον τοῦ ἀνταπέδωκε διὰ τὴν σωφροσύνην καὶ καθαρότητα αὐτοῦ; Ἐὰν ἔκαμνε τὸ θέλημα τῆς κυρίας του, νὰ τὴν μοιχεύσῃ, ἤθελε καταισχυνθῆ, ὕστερον νὰ κολασθῇ καὶ τὴν ψυχήν του, καὶ ἴσως ἤθελε λάβει καὶ κακὸν θάνατον. Ἐπειδὴ μετὰ καιρὸν θὰ ἐφανερώνετο ἡ κακοπραγία καὶ θὰ τὸν ἐφόνευεν ὁ αὐθέντης του, στερούμενος καὶ τῆς προσκαίρου ζωῆς καὶ τῆ αἰωνίου μακαριότητος. Ἀλλὰ διὰ νὰ παλαίσῃ ἀνδρείως μὲ τὸν δαίμονα τῆς φιληδονίας καὶ νὰ μὴ νικηθῇ εἰς τοιοῦτον σφοδρότατον πόλεμον, διαμείνας στερρότερος τοῦ ἀδάμαντος, τὸν ἐτίμησεν ὁ Πανάγαθος τόσον, ὥστε τὸν ἐφοβεῖτο ὅλη ἡ Αἴγυπτος καὶ ὅταν διήρχετο ἔκ τινος μέρους ἔπιπτον ἕως ἐδάφους καὶ προσεκύνουν αὐτὸν ἅπαντες. Ὄχι δὲ μόνον τοιαύτης τιμῆς τὸν ἠξίωσεν ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ γυναῖκα τοῦ ἔδωσε ὁμοίαν αὐτοῦ ὡραιοτάτην καὶ πάγκαλον, καθὼς θέλομεν γράψει σαφέστερον κατωτέρω, ἵνα μὴ συγχύσωμεν ἐνταῦθα τὴν διήγησιν.