Βλέπουσα ἡ ἀκόλαστος ἐκείνη γυνὴ ὅτι μὲ τὰ σχήματα, τὰ νεύματα καὶ μὲ τὰ καλλωπίσματα μόνον δεν ἠδυνήθη νὰ ἐπιτύχῃ τοῦ ποθουμένου, προσῆλθεν εἰς αὐτὸν ἀναισχύντως καὶ μὲ λόγους ἔρωτος ἔσπευδε νὰ ὑποσκελίσῃ τὸν νέον μὲ κολακείας καὶ συμβουλάς, λέγουσα· «Κοιμήθητι μετ’ ἐμοῦ, ἠγαπημένε μου, καὶ μὴ φοβεῖσαι τίποτε, διότι ἄλλος δὲν τολμᾷ νὰ εἰσέλθῃ ἐδῶ μέσα εἰς τὸν κοιτῶνα μου· ἀπόλαυσον τοῦ κάλλους μου καὶ ἐγὼ τοῦ ἰδικοῦ σου· εἰ δὲ καὶ δειλιᾷς διὰ τὸν ἄνδρα μου, ἐγὼ νὰ τὸν θανατώσω κρυφίως μὲ φάρμακα, νὰ μείνωμεν ἐξουσιασταὶ εἰς τὸ πρᾶγμα του». Ταῦτα ἡ ἄσεμνος ἐκείνη γυνὴ ἔλεγεν, ὁ δὲ σωφρονέστατος Ἰωσὴφ ἀπεκρίνατο· «Μὴ ἐλπίζῃς νὰ μὲ εὕρῃς ποτὲ τόσον ἀνόητον, νὰ πράξω τοιαύτην ἁμαρτίαν, νὰ ἀτιμάσω τὸν κύριόν μου, τὸν ἄνδρα σου, ὅστις ἔβαλεν εἰς τὴν ἐξουσίαν μου ὅλα τὰ ὑποστατικὰ καὶ ὑπάρχοντά του, νὰ τὰ ὁρίζω ὅλα, ἐκτὸς σοῦ τῆς γυναικός του. Πῶς δύναμαι λοιπὸν νὰ καταφρονήσω τοσαύτην ἀγάπην καὶ εὐσπλαγχνίαν, τὴν ὁποίαν ἔδειξεν εἰς ἐμὲ καὶ νὰ φανῶ πρὸς τὸν εὐεργέτην μου ἀχάριστος; Ἐγὼ φοβοῦμαι τὸν Θεὸν καὶ δὲν τολμῶ νὰ μολύνω τὴν σάρκα μου. Λοιπὸν παῦσε ἀπὸ τοιαύτην ματαίαν ἐλπίδα καὶ ἀνωφελῆ ἐπιχείρησιν, διότι προτιμῶ νὰ ἀποθάνω καλύτερον ἢ νὰ προδώσω τὴν ψυχήν μου εἰς θάνατον». Ὅσον δὲ ἔβλεπεν ἐκείνη τὸν Δίκαιον παραιτούμενον, τοσοῦτον αὕτη ἡ ἄνομος ὑπὸ τῆς ἡδονῆς ἐφλογίζετο καὶ ἐκαιροφυλάκτει πότε νὰ εὕρῃ καιρὸν ἐπιτήδειον νὰ βιάσῃ καὶ χωρὶς τὴν θέλησίν του τὸν σώφρονα.
Βλέπων ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ὅτι τὸν ἐπείραζεν ἡ ἀναιδὴς πολλάκις ἀναίσχυντα, προσκαλοῦσα τοῦτον εἰς τὴν βδελυρὰν ἡδονήν, προσηύχετο πρὸς Κύριον συνεχῶς τοιαῦτα δεόμενος· «Ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, ὁ μέγας καὶ ἰσχυρός, ὅστις μὲ ἐλύτρωσας ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀδελφῶν μου, αὐτός, Δέσποτα παντοδύναμε, ρῦσαί με ἐκ τοῦ θηρίου τούτου τοῦ μαινομένου, ἵνα μὴ γίνω διὰ τῆς μοιχείας ἀλλότριος τῶν πατέρων μου, οἵτινες τοσοῦτον σφοδρῶς καὶ εὐσεβῶς σὲ ἠγάπησαν». Προσεπεκαλεῖτο δὲ καὶ τὸν Ἰακὼβ λέγων· «Εὖξαι, πάτερ μου, εὐτόνως πρὸς Κύριον, ὅτι μέγας πόλεμος ἐπανέστη ἐπ’ ἐμοῦ τοῦ τάλανος καὶ προσπαθεῖ νὰ μὲ χωρίσῃ ἀπὸ τὸν Πλάστην μου. Οὗτος εἶναι πικρότερος θάνατος παρὰ ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἤθελον νὰ μοῦ δώσουν οἱ ἀδελφοί μου. Διότι ἐκεῖνος ἐχώριζε μόνον τὴν ψυχὴν ἐκ τοῦ σώματος, αὐτὸς δὲ χωρίζει ἀμφότερα, τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὸν Πλάστην μου. Πιστεύω, πάτερ μου, ὅτι αἱ εὐχαί σου μὲ ἀνεβίβασαν ἀπὸ τὸν λάκκον καὶ τώρα πάλιν δέομαί σου, δυσώπησον τὸν Κύριον, ὅπως καὶ ἐκ τοῦ μαινομένου καὶ ἀναισχύντου τούτου θηρίου σώσῃ με».