Ἐπιστρέψαντες λοιπὸν πρὸς τὸν Ἰωσὴφ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ δίκαιος μετὰ προσποιητοῦ θυμοῦ· «Τοιαῦτά μοι ἀνταπεδώκατε, κακότροποι ἄνθρωποι, διὰ τὴν τιμὴν τῆς ὁποίας σᾶς ἠξίωσα! Δὲν τὸ προεῖπον ἐγώ, ὅτι εἶσθε κατάσκοποι; Δίκαιον εἶναι νὰ σᾶς θανατώσω· ἀλλὰ διὰ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ σᾶς χαρίζω τὴν ζωήν· μόνον αὐτόν, ὅστις ἔκλεψε τὸ ποτήριόν μου, θὰ κρατήσω, σεῖς δὲ ὑπάγετε». Τότε μὴ ἔχοντες ἐκεῖνοι τὶ νὰ ἀπολογηθῶσιν, ἵσταντο κατῃσχυμμένοι καὶ κάτω νεύοντες. Ὁ δὲ Συμεὼν γονατίσας εἶπε πρὸς αὐτόν· «Δέομαί σου, κύριέ μου, μὴ ὀργισθῇς, ἀλλ’ ἐπίτρεψόν μου νὰ ὁμιλήσω. Ὁ πατήρ μας ἀπὸ ὅλα τὰ τέκνα του ἠγάπα περισσότερον τὸν Ἰωσήφ, τὸν ὁποῖον ἔφαγε θηρίον καὶ ἀκόμη κάθε ὥραν τὸν κλαίει ὡς φιλόπαις πατὴρ καὶ ἔχει πολλὴν ὀδύνην καὶ θλῖψιν διὰ τὴν ἐκείνου ὑστέρησιν· ἀλλ’ ἔχων τοῦτον τὸν νεώτερον, εἶχεν ὀλίγην παρρηγορίαν, διότι εἶναι ἀπὸ μίαν μητέρα μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ ἔλθῃ. Ἡμεῖς ὅμως, διὰ νὰ ἐκτελέσωμεν τὸ πρόσταγμά σου, τὸν ἐβιάσαμεν καὶ τὸν ἔδωκε· ἐὰν δὲ τὸν κρατήσῃς ἐδῶ, ὁ πατήρ μας θέλει ἀποθάνει ἀπὸ τὴν λύπην του. Ὅθεν παρακαλοῦμεν σε, ἄφες αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ καὶ κράτησον ἀντὶ τούτου ἐμέ».
Τότε ὁ Ἰωσὴφ ἐκέλευσε νὰ ἐξέλθουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔμειναν δὲ μόνον οἱ ἀδελφοὶ μὲ τὸν Ἰωσήφ. Βλέπων δὲ αὐτούς, ὅτι ἔκλαιον γονατιστοὶ ὅλοι ἔμπροσθεν αὐτοῦ, ἐταράχθη τὰ σπλάγχνα καὶ ἔκλαυσεν ἐπὶ πολύ, λέγων ταῦτα εἰς τὴν Ἑβραϊκὴν διάλεκτον· «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἀδελφός σας Ἰωσήφ, τὸν ὁποῖον ἐπωλήσατε αἰχμάλωτον καὶ δὲν ἐφαγώθην ἀπὸ τὰ θηρία, καθὼς ψευδῶς πρὸς τὸν πατέρα μας εἴπατε. Ἐνθυμεῖσθε, ὅτι ἐφίλουν τὰ ἴχνη τῶν ποδῶν σας, παρακαλῶν νὰ μὲ λυπηθῆτε, ἀλλ’ οὐδεὶς μὲ ἠλέησε καὶ ὡς κακοῦργον μὲ παρεδώσατε εἰς τοὺς Ἰσμαηλίτας, χωρὶς νὰ σᾶς πταίσω». Οἱ δὲ ταῦτα ἀκούσαντες ἔμειναν ἔκθαμβοι ἐπὶ ὥραν πολλὴν καὶ ἄφωνοι, μὴ δυνάμενοι νὰ ἀτενίσωσι πρὸς τὸ σεβάσμιον αὐτοῦ πρόσωπον. Αὐτὸς δὲ τοὺς ἐνεθάρρυνε λέγων· «Μὴ φοβεῖσθε καὶ μὴ λυπεῖσθε, διότι ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἀποδίδω κακὸν ἀντὶ κακοῦ. Δὲν μὲ ἐστείλατε σεῖς ἐδῶ, ἀλλ’ ὁ Θεός, ὅστις μὲ ἔκαμεν ὡς πατέρα Φαραὼ καὶ ἄρχοντα πάσης γῆς Αἰγύπτου. Λοιπὸν ὑπάγετε πρὸς τὸν πατέρα μας καὶ εἴπετέ του πόσης δόξης ἠξιώθην διὰ μέσου σας, λάβετε δὲ αὐτὸν καὶ ἔλθετε ἅπαντες ἐδῶ νὰ σᾶς διαθρέψω, διότι ἄλλοι πέντε χρόνοι θέλουν ἔλθει ἄκαρποι καὶ θέλει γίνει πανταχόθεν πεῖνα μεγάλη καὶ λιμὸς φοβερός».